Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Ο "ιερός ορθόδοξος" καπιταλισμός Ο "ιερός ορθόδοξος" καπιταλισμός

 




Για μια συζήτηση που είχαμε στο Egolpio τις προάλλες


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ π. ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Στην ανθρωπότητα σήμερα επικρατούν δύο κυρίαρχες στάσεις ζωής που μετατρέπονται σε δύο ιδεολογίες, ήτοι ο δυτικός ατομικισμός και ο ανατολικός κολεκτιβισμός. Στον δυτικό ατομικισμό, που χαρακτηρίζεται ως φιλελευθερισμός, κυριαρχεί η ελευθερία του ατόμου και ο ανταγωνισμός εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, ενώ στον ανατολικό κολεκτιβισμό επικρατεί η κυριαρχία του κράτους, που υπονομεύει την ελευθερία του ανθρώπου. Και στις δύο περιπτώσεις καταστρατηγείται ο άνθρωπος ως πρόσωπο και η ανθρώπινη κοινωνία, ως κοινωνία προσώπων.

Τα δύο αυτά συστήματα ζωής και ιδεολογικά πρότυπα εκφράζονται στην κοινωνική πραγματικότητα. Ο φιλελευθερισμός κυριαρχεί στη Δύση και ως κέντρο έχει την Αμερική, τη «Μέκκα» της παγκοσμιοποίησης, και ο κολεκτιβισμός εκφράσθηκε στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, αλλά εν πολλοίς και σε χώρες της Απω Ανατολής.

Και στις δύο περιπτώσεις κυρίαρχη θέση κατέχει το κεφάλαιο και απλώς διαφοροποιείται στο ποιος το κατέχει και το διαχειρίζεται. Στον φιλελευθερισμό το κεφάλαιο καταλήγει στους λίγους και κινείται εν πολλοίς ανεξέλεγκτα, με την αρχή της αυτορρύθμισης της αγοράς, ενώ στον κολεκτιβισμό-κομμουνισμό το κεφάλαιο κρατικοποιείται. Και στις δύο περιπτώσεις ο απλός λαός βασανίζεται, με τη διαφορά ότι αυτό το βάσανο προέρχεται άλλοτε από την ολιγαρχία μερικών μεγιστάνων του πλούτου και άλλοτε από το αδηφάγο κράτος. Ετσι, ο καπιταλισμός-κεφαλοκρατία δείχνει παντού το σκληρό πρόσωπό του.

Εχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο καπιταλισμός είναι δημιούργημα του δυτικού ατομικισμού και κυρίως της προτεσταντικής ηθικής, όπως απέδειξε ο Max Weber, και αποβλέπει στη συσσώρευση του πλούτου από τους λίγους, ενώ ο μαρξισμός που προήλθε από τις απόψεις του Marx είναι αντίδραση στον καπιταλισμό και ενδιαφέρεται για το κοινωνικό σύνολο. Στο βάθος τους όμως και τα δύο αυτά συστήματα είναι γεννήματα της ίδιας δυτικής μεταφυσικής, αφού ο Μαρξ ήταν Γερμανοεβραίος και μεγαλωμένος στη Δύση και οι θεωρίες του γεννήθηκαν στον δυτικό «χώρο», αλλά μεταφέρθηκαν στην Ανατολή, γιατί εκεί προϋπήρχε η πρακτική του Ορθοδόξου Χριστιανισμού με τις αρχές της κοινοκτημοσύνης και της κοινοχρησίας και έτσι μπορούσαν να εφαρμοσθούν.

Στις ημέρες μας είδαμε την κατάρρευση και των δύο αυτών συστημάτων, αλλά και ιδεολογιών. Στην περίοδο 1989-1991 κατέρρευσε ο κολεκτιβισμός-κομμουνισμός
στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, όπου κυριαρχούσε η εξουσία του κράτους στην κοινωνική, οικονομική ζωή των ανθρώπων, και στις ημέρες μας ζούμε την κατάρρευση του φιλελευθερισμού με τη νοοτροπία της ελεύθερης αγοράς και της αυτορρύθμισης της αγοράς που λειτουργεί εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Βεβαίως πρέπει να σημειωθεί ότι η χρεοκοπία του κομμουνισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαίωση του καπιταλισμού, όπως και η κατάρρευση του καπιταλισμού δεν προσμετρείται στον κομμουνισμό. Είναι αποτυχία της ιδεολογίας του κεφαλαίου, που αγνοεί τη φτώχεια των ανθρώπων.

Πάντως και τα δύο αυτά συστήματα είναι αντίθετα με την ορθόδοξη διδασκαλία στην τελεία της έκφραση, αφού ούτε ο φιλελευθερισμός ούτε ο μαρξισμός, ως ιδεολογίες και κοσμοθεωρίες, μπορούν να γίνουν αποδεκτοί από την Ορθόδοξη Παράδοση, στην οποία γίνεται ευρύτατος λόγος για την αποφυγή του πάθους της φιλαργυρίας, αλλά και για τη βίωση της αγάπης προς τους αδελφούς, κυρίως σε αυτούς που υποφέρουν. Ο συνδυασμός αγάπης και ελευθερίας επιλύει το όλο πρόβλημα, αφού η ελευθερία του ατόμου-προσώπου χωρίς την αγάπη οδηγεί στον άκρατο φιλελευθερισμό και η αγάπη του συνόλου χωρίς την ελευθερία του προσώπου καταλήγει στον άκρατο κολεκτιβισμό.

Βέβαια, προλαμβάνοντας κάποια αντίρρηση θα σημειώσω ότι το κακό είναι πως η ιδεολογία του καπιταλιστικού συστήματος, με τις δύο μορφές του, του ατομικού και του κρατικού, σε μερικές περιπτώσεις επηρέασε και επηρεάζει τη ζωή μερικών ορθοδόξων κοινοτήτων. Αυτό το διακρίνουμε και σε μερικά σύγχρονα μοναστήρια, τα οποία ενώ θα έπρεπε να είναι πρότυπα κοινοβιακής ζωής και αναβίωση της πρώτης κοινότητας των Ιεροσολύμων, παρά ταύτα όμως λειτουργούν στο πρότυπο του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος και θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αυτό το φαινόμενο «ορθόδοξο καπιταλισμό».

Ενώ οι μοναχοί επαγγέλλονται και ζουν κατά βάση την αρετή της ακτημοσύνης και κοινοκτημοσύνης, εν τούτοις συγκεντρώνουν, καλώς ή κακώς, κτήματα και χρήματα για τα μοναστήρια και «ρισκάρουν» παίζοντας με αυτήν την περιουσία, χρησιμοποιώντας όλους τους καπιταλιστικούς-φιλελεύθερους τρόπους για την αύξησή της. Δηλαδή, οι μοναχοί προσπαθούν να ζουν πτωχικά μέσα σε μοναστήρια που είναι πλούσια και αναπτύσσουν κοινωνική και πολιτική δύναμη.


Αυτή η κατάσταση μού θυμίζει μερικές ανατολικές χώρες, όπως για παράδειγμα τη Ρουμανία, όπου, ενώ ο λαός πεινούσε, ζούσε έστω και ακούσια κάποια ακτημοσύνη, οι άρχοντές της πλούτιζαν και κατασκεύαζαν μεγαλόπρεπα ανάκτορα-παλάτια (βλέπε Τσαουσέσκου). Αυτή, όμως, η νοοτροπία δεν ευνοείται ούτε από τη διδασκαλία της Εκκλησίας και του ορθοδόξου μοναχισμού, που θέλει τον μεν μοναχό ακτήμονα, τα δε μοναστήρια τόπους φιλανθρωπίας, αγάπης και ποικιλοτρόπου θεραπείας. Οι Ιερές Μονές στην Ορθόδοξη Παράδοση είναι πνευματικά θεραπευτήρια.

Πρέπει εμείς οι κληρικοί και μοναχοί να καταλάβουμε ότι κάθε νόμιμο δεν είναι και ηθικό, αλλά και κάθε ηθικό, με τους κανόνες της κοινωνικής ηθικής, δεν είναι ορθόδοξο, από την άποψη ότι η ορθόδοξη ευαγγελική ηθική διαφέρει από την κοσμική ηθική, και είναι στην πραγματικότητα ασκητική. Δεν μπορούμε να κατακρίνουμε μόνο τη συσσώρευση των υλικών αγαθών από τα ιδιαίτερα πρόσωπα, αλλά πρέπει να καταδικάζουμε και τη συγκέντρωση των υλικών αγαθών από «εκκλησιαστικές κοινότητες» για επίδειξη καθώς επίσης και να στιγματίζουμε τη συμμετοχή των εκκλησιαστικών προσώπων και κοινοτήτων στα παιχνίδια του καπιταλιστικού συστήματος και της φιλελεύθερης ή νεοφιλελεύθερης αγοράς.

Εμείς οι χριστιανοί, ιδίως οι κληρικοί και μοναχοί, πρέπει να φανερώνουμε στην πράξη αυτά που πιστεύουμε και κηρύττουμε, ειδάλλως θα είμαστε ανειλικρινείς και υποκριτές. Πρέπει να αποδιώκουμε τον πειρασμό να διακατεχόμαστε από ιδιότυπη χριστιανική καπιταλιστική ιδεολογία.


πηγή ΤΟ ΒΗΜΑ,Κυριακή 19-10-2008

Οι μυροφόρες και η οικογένεια του Ιησού

 




Του Θεόδωρου Ρηγινιώτη

Είναι προφανές ότι στην αρχαία Εκκλησία όλοι ήξεραν τι σχέση είχαν με τον Ιησού οι λεγόμενοι «αδελφοί Του». Γι’ αυτό και τα ευαγγέλια, αν και τους αναφέρουν, δεν δίνουν κάποια διευκρίνιση. Άλλωστε δύο απ’ αυτούς, ο Ιάκωβος και ο Ιούδας (όχι βέβαια ο Ισκαριώτης) είναι και συγγραφείς δύο βιβλίων (επιστολών) που βρίσκονται μέσα στην Καινή Διαθήκη.

Προς ενίσχυση της ορθόδοξης άποψης (που είναι κι η άποψη της αρχαίας Εκκλησίας) ότι οι αδελφοί του Κυρίου δεν ήταν τέκνα της Παναγίας, παρατηρούμε ότι και ο Ιάκωβος και ο Ιούδας αποφεύγουν να αναφέρουν τον εαυτό τους ως αδελφό Του στο προοίμιο της επιστολής τους.

Παρακάτω δίνουμε κάποια στοιχεία για την οικογενειακή κατάσταση του Κυρίου, αλιευμένα από Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς.

Πηγές:

άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ερμηνεία εις το κατά Ιωάννην.

άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, Υπομνήματα.

Κοσμάς Βεστίτωρ, Εγκώμιον εις τους δικαίους Ιωακείμ και Άνναν.

άγιος Συμεών ο Μάγιστρος και Λογοθέτης, Χρονικό.

Hippolytus Thebanus in Chronico opere.

Όλα τα παραπάνω βρίσκονται συνοπτικά στην Patrologia Graeca, τόμος 1, σχόλια στο βιβλίο 3, κεφ. ς΄, των Αποστολικών Διαταγών.

Η οικογένεια του Ιησού.

Ο Κοσμάς Βεστίτωρ γράφει:

  • Ο ιερέας Ματθάν και η σύζυγός του Μαρία απέκτησαν τρεις κόρες, τη Σοββί, την Άννα και τη Μαρία. Η Σοββί έγινε μητέρα της Ελισσάβετ (μητέρας του Προδρόμου) και η Άννα της Θεοτόκου.
  • Ο Ιωακείμ, πατέρας της Θεοτόκου, είχε έναν αδερφό, τον Αγγαίο. Η κόρη του Αγγαίου Σαλώμη ήταν η πρώτη σύζυγος του αγίου Ιωσήφ του Μνήστωρος, με την οποία απέκτησαν τέσσερις γιους (Ιάκωβο, Ιωσή, Σίμωνα και Ιούδα κατά τα Ματθ. 13, 53-56 και Μάρκ. 6, 1-6) και τρεις κόρες (γράφει τα ονόματα των θυγατέρων; δε θυμάμαι).

Ο άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων γνωρίζει ότι η πρώτη σύζυγος του Ιωσήφ ονομαζόταν Σαλώμη, οι γιοι τους ήταν αυτοί που ξέρουμε από τα ευαγγέλια και οι κόρες τους ήταν η Εσθήρ, η Θάμαρ (σε κάποια χειρόγραφα ονομάζεται Μάρθα) και η Σαλώμη, που είχε το όνομα της μητέρας της και ήταν η σύζυγος του Ζεβεδαίου και μητέρα των αποστόλων Ιάκωβου και Ιωάννη. Ο Hippolytus Thebanus επαναλαμβάνει αυτά που γράφει «ο μέγας Σωφρόνιος», αναφέροντας τη Θάμαρ μόνον ως Μάρθα.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ξέρει τους τέσσερις γιους του Ιωσήφ, αλλά μόνο δύο κόρες, την Εσθήρ και τη Θάμαρ. Νομίζω πως κι εδώ υπάρχουν δύο εκδοχές, Μάρθα και Θάμαρ. Γενικά κλίνω προς το Θάμαρ, γιατί είναι ευκολότερο να γίνει λάθος αντιγραφή από το Θάμαρ στο πασίγνωστο Μάρθα παρά από το Μάρθα προς το άγνωστο Θάμαρ -οπότε το Θάμαρ πώς προέκυψε;


***


Οι αγίες μυροφόρες.

1. Η Μαρία η Μαγδαληνή (Μάρκ. 16, 9 και Ιω. 20, 1-18), για την οποία συμφωνούν όλοι ή δεν προσθέτουν κάτι καινούργιο: ο Κύριος τη θεράπευσε από 7 δαιμόνια, κατά το Λουκ. 8, 2 και Μάρκ. 16, 9. Ενδιαφέρον: κατά τον άγιο Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο (Εκκλησιαστική Ιστορία, 14ος αιώνας) «κάποιοι» θεωρούσαν πως είναι η κόρη της Χαναναίας του Ματθ. 15, 21-28.

2. Η Σαλώμη, σύζυγος του Ζεβεδαίου, μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννη και, όπως είπαμε, κόρη του αγίου Ιωσήφ. «Όχι η μαία» (Κοσμάς Βεστίτωρ). «Η μαία και μήτηρ υιών Ζεβεδαίου» (Συμεών Μάγιστρος και Λογοθέτης). Ο Χρυσόστομος δεν προσθέτει κάτι. Άποψή μου: ισχύει το «όχι η μαία». Η μαία Σαλώμη (που τη βρήκε ο Ιωσήφ και την έφερε στη φάτνη, εκεί δυσπίστησε για την αειπαρθενία της Θεοτόκου -ότι δηλαδή είχε μείνει παρθένος μετά τη γέννηση- και θέλησε να τη διαπιστώσει βάζοντας το χέρι της, το οποίο παρέλυσε ώσπου αναίρεσε την άποψή της) αναφέρεται στο ορθόδοξο απόκρυφο «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου» και, αν υπήρξε, σαφώς δεν αναφέρεται ως κόρη του Ιωσήφ.

3. Η Μαρία Ιακώβου, «μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή» ή «του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή» (βλ. Ματθ. 27, 55-56 και 61, καθώς και 28, 1-10, Μάρκ. 15, 40-41, και 16, 1 και 9). Κατά κάποιους πρόκειται για την Παναγία και έτσι ως θετή μητέρα των δύο γιων του Ιωσήφ.

4. Η μήτηρ Ιωσή. Ο Χρυσόστομος πιστεύει ότι έχουμε δύο Μαρίες, άλλη η «μητέρα του Ιακώβου» κι άλλη η μητέρα «του Ιακώβου του μικρού» (Μάρκ. 15, 40-41 και 47: «μήτηρ Ιωσή»), που πιστεύει πως δε μπορεί νά ‘ναι ο αδελφόθεος, ο οποίος ήταν μέγας, όχι μικρός. Η πρώτη είναι η Παναγία και η δεύτερη η σύζυγος του Ιούδα του αδελφόθεου. Κατά το Συμεώνα το Μάγιστρο και Λογοθέτη η «Μαρία Ιακώβου του μικρού» ήταν η σύζυγος του αδελφόθεου Ιούδα, αλλά η «μήτηρ Ιωσή» ήταν άλλη: κόρη της Σαλώμης της εξαδέλφης της Θεοτόκου, η οποία ανέθρεψε τον Ιωσή (τον αδελφόθεο;), γι’ αυτό χαρακτηριζόταν μητέρα του.

5. Η Ιωάννα (Λουκ. 24, 10), πιθανόν να ήταν η σύζυγος του Χουζά, αξιωματούχου του Ηρώδη (Λουκ. 8, 3). Κατά το Συμεώνα το Μάγιστρο και Λογοθέτη όμως ήταν η γυναίκα του αποστόλου Πέτρου. Ο Χρυσόστομος αγνοεί τη βιογραφία της και τη χαρακτηρίζει «Ιωάνναν τινά».

6. Η Σουσάννα (Λουκ. 8, 3), για την οποία κανείς δε δίνει επιπλέον στοιχεία.

7. Η Μαρία του Κλωπά (Ιω. 19, 25), που θεωρείται ετεροθαλής αδελφή της Παναγίας. Ο Κλωπάς ήταν αδελφός του αγίου Ιωακείμ, που πέθανε άτεκνος. Έτσι ο Ιωακείμ πήρε τη σύζυγό του, Άννα, για να «αναστήσει σπέρμα στον αδελφό του» κατά το εβραϊκό έθιμο, και γέννησαν τη Μαρία, «θυγατέρα Κλωπά κατά χάριν» (Hippolytus Thebanus, lib. reg. 1296). Μετά το θάνατο της Άννας του Κλωπά, ο Ιωακείμ παντρεύτηκε την αγία Άννα. Συμφωνεί και ο Χρυσόστομος. Ο Συμεών ο Μάγιστρος γράφει: «αδελφή της Μητρός του Κυρίου, θυγάτηρ Ιωσήφ». Μάλλον ήθελε να γράψει Ιωακείμ κι έγραψε κατά λάθος Ιωσήφ.

* Ο Χρυσόστομος, απαριθμώντας πόσες Μαρίες συναντάμε, αναφέρει και τις αδελφές του Λαζάρου Μάρθα και Μαρία. Δε διευκρινίζει όμως αν τις θεωρεί μυροφόρες. Υποθέτω όχι, γιατί δεν τις αναφέρει κανείς ευαγγελιστής στη διήγηση της ανάστασης.

ΑΝΘΡΩΠΟ ΟΥΚ ΕΧΩ

        


400 χρόνια προ Χριστού έζησε ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης. Τούτος χαρακτηρίστηκε σαν αναρχικός φιλόσοφος και χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του. Πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, τη λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί κανείς να την εξασφαλίσει. Τούτος λοιπόν μια μέρα, μέρα μεσημέρι πήρε ένα φανάρι αναμμένο και κυκλοφορούσε μέσα στο πλήθος φωνάζοντας «άνθρωπον ζητώ»• ψάχνω άνθρωπο, γυρεύω άνθρωπο.
400 χρόνια αργότερα στα χρόνια του Χριστού, όταν ο Θεάνθρωπος κυκλοφορούσε ανάμεσα μας η ίδια ακριβώς ιστορία. Και πάλι μέρα μεσημέρι και πάλι μέσα στο πλήθος.
Εκεί στην προβατική πύλη του τείχους της Ιερουσαλήμ όπου και η Βηθεσδά, η κολυμβήθρα του ελέους. Ο χώρος όλος πλημμυρισμένος από λογής – λογής αρρώστους. Όλοι αυτοί, τυφλοί, ανάπηροι, παράλυτοι, περίμεναν με αγωνία κι ελπίδα να κατέβει ο άγγελος, ο απεσταλμένος του Θεού, να ταράξει τα νερά της δεξαμενής. Και τότε όποιος προλάβαινε να πέσει μέσα στα νερά την ώρα εκείνη γινόταν αμέσως καλά, από οποιαδήποτε αρρώστια κι αν έπασχε. Απ’ όλους αυτούς τους βασανισμένους αρρώστους όμως ένας άνθρωπος ξεχώριζε. Τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια παράλυτος. Κι ήταν μόνος, κατάμονος. Δεν είχε κανένα να τον βοηθήσει. Αυτόν μόλις τον αντικρίζει ο Χριστός, τον πλησιάζει και του λέει «Θέλεις να γίνεις καλά»; Και η απάντηση : «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο να με βοηθήσει να πέσω πρώτος μέσα στα νερά όταν τα κινήσει ο άγγελος. Πάντοτε κάποιος άλλος προλαβαίνει να πέσει πρώτος».
Ετούτος ο παραλυτικὸς του σημερινού Ευαγγελίου, εκφράζει ένα βασικά παράπονο. Δεν έχει κάποιον δικό του άνθρωπο για να τον βάλει μέσα στα ταραγμένα νερά. Είναι μόνος και μέσα στην μοναξιά του, υπομένει για τριάντα οκτώ χρόνια την ασθένεια του, δυστυχισμένος και ξεχασμένος. Είναι μόνος ανάμεσα σε τόσο κόσμο. Άνθρωπο δεν έχει…
2000 χιλιάδες χρόνια μετά. Σήμερα… στην εποχή μας.
Η ίδια φωνή. Το ίδιο παράπονο. Η ίδια ικεσία.
«Άνθρωπον ουκ έχω…»
Η δραματική φωνή του ανθρώπου, σήμα κατατεθέν της εποχής μας. Φωνάζει βοή¬θεια, ο άνθρωπος και ο ήχος πέφτει στο κενό. Παρά την πρόοδο, παρά τις πολυσύχναστες πόλεις, παρά τις καταπληκτικές επιστημονικές προόδους, ο άνθρωπος μένει μόνος, μένει αβοήθητος. Ζει με τα τηλέφωνα στα χέρια του, βρίσκεται συνέχεια μέσα στο διαδίκτυο, ένα παγκόσμιο παράθυρο στο κόσμο, μια συνεχή και ασταμάτητη επικοινωνία και όμως είναι μόνος. Ο καθένας ζει μόνο για τον εαυτό του. Απομονωμένοι και διασπασμένοι από το σύνολο των ανθρώπων, ζούμε μέσα σε μια απέραντη εγωκεντρική μοναξιά. Συστεγαζόμαστε και συνεργαζόμαστε. Αγκαλιαζόμαστε και διασκεδάζουμε. Τρέχουμε μαζί στις γιορτές και στα πανηγύρια. Χορεύουμε και τραγουδάμε. Ζούμε και κινούμαστε πάντα στην πολυκοσμία. Τίποτε όμως το ουσιαστικό. Η ερημιά και η μοναξιά βασιλεύουν γύρω μας κι ας συνωστιζόμαστε στους δρόμους, στα μέσα συγκοινωνίας, ακόμα, ακόμα και μέσα στις εκκλησίες. Χιλιάδες και μυριάδες άνθρωποι δίπλα μας προσπερνούν βιαστικά χωρίς καμιά διάθεση επικοινωνίας, ούτε καν για ένα χαιρετισμό. Δίχως ένα βλέμμα, χωρίς ένα χαμόγελο. Όλα συμβατικά, επιφανειακά, χωρίς ειλικρίνεια, χωρίς αν¬θρωπιά.
Η μοναξιά λοιπόν και ο δικός μας καημός και σε μεγαλουπόλεις και σε χωριά. Έχει την αίσθηση κανείς, πως βυθίζεται ολομόναχος σε μια απύθμενη ανθρωποθάλασσα. Χιλιάδες άνθρωποι κυκλοφορούν γύρω μας, όμως δεν είναι παρά απρόσωπες μονάδες μιας ποσότητας. Είναι άνθρωποι χωρίς φυσιογνωμία, χωρίς χαμόγελο. Ζούμε, αλήθεια, τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο και όμως δεν έχουμε καμιά ψυχική επικοινωνία.
Ακόμη πρέπει να δούμε πως ζούμε στην εποχή που την χαρακτηρίζει ο άκρατος υλισμός, το χρήμα, η έλλειψη αγάπης για τον συνάνθρωπο, η εκμετάλλευση του αδυνάτου, η ύψιστη υποκρισία, σε μια εποχή όπου για κάθε μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα, εφευρίσκονται χονδροειδέστατα προσχήματα και παρουσιάζονται σαν μοναδικές εφικτές λύσεις. Η ανθρωπότητα έχει βυθιστεί σε έναν άνευ προηγουμένου μεσαίωνα που προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει διέξοδο.
Στον ίδιο τούτο κόσμο πόνος παντού και δυστυχία. Αρρώστιες, δυστυχήματα, απώλειες που τα αίτια τους μπορούν να αναχθούν είτε σε ανθρώπινες δραστηριότητες και εσκεμμένες παραλείψεις είτε σε φυσικούς παράγοντες. Μολυσμένες τροφές, μολυσμένο νερό, μολυσμένος αέρας, πόλεμοι, Τσερνόμπιλ, Φουκουσίμα, Κοσλοντούϊ, αεροπλάνα που πέφτουν, τρένα που εκτροχιάζονται, τροχαία δυστυχήματα, εργατικά ατυχήματα και πολλά άλλα «κατορθώματα» της ανθρώπινης τεχνολογίας, της απανθρωπιάς, της κακίας, της αδιαφορίας, της εγκληματικότητας.
Να προσθέσουμε και την ανασφαλή καθημερινότητά μας, σε κάθε τομέα και σε κάθε στιγμή με μια πολιτεία θεατή και ανίκανη για παρέμβαση. Όταν φοβόμαστε ακόμα και να χαιρετήσουμε το συνάνθρωπό μας ή να βγούμε έξω από το σπίτι μας, όταν αντικρίζουμε με αβεβαιότητα και φόβο το άμεσο μέλλον μας, όταν βάζουμε το χέρι στον τύπο των ήλων του ξεχαρβαλώματος του τόπου μας, της πατρίδας μας, του ξεπουλήματος των πάντων, ηθών, εθών, πίστεως γλώσσας, παιδείας, οικονομίας, όταν…όταν…όταν.
«…Σ' αυτή λοιπόν τη συγκεκριμένη ευαγγελική ιστο¬ρία, τι είναι αιώνιο και διαρκές; Στο κέντρο της βρί¬σκονται σαφώς τα λόγια του παραλύτου προς το Χριστό, "άνθρωπον ουκ έχω". Αυτή είναι στ' αλήθεια ή κραυγή του ανθρώπου πού φτάνει στο σημείο να γνωρίσει την τρομακτική δύναμη του ανθρώπινου εγωισμού και ναρκισσισμού. Ο καθένας για τον ε¬αυτό του. Ψάχνοντας για το νούμερο ένα. Όλοι αυ¬τοί, όλο αυτό το πλήθος των τυφλών, αρρώστων, παραλύτων, των "εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν", πού μ' άλλα λόγια περιμένουν για βοήθεια, φροντίδα, θεραπεία, παρηγοριά. Ό καθένας όμως περιμένει μόνος του. για τον εαυτό του. Και όταν τα νερά ταράσσονται, όλοι σπρώχνονται ξεχνώντας ό ένας τον άλλο... Από την άποψη του ευαγγελίου, αυτή ή "κολυμβήθρα" είναι φυσικά μια εικόνα του κόσμου, μια εικόνα της ανθρώπινης κοινωνίας, ένα σύμβολο της ίδιας της οργάνωσης της ανθρώπινης συνείδησης…
…Μας λένε πώς έτσι δουλεύει ο κόσμος, τι μπορείς να κάνεις; Αυτή όμως είναι πράγματι η έ¬σχατη, αντικειμενική και επιστημονική αλήθεια για το πρόσωπο και την ανθρώπινη ζωή; …
…Δεν αισθανόμαστε πλέον, έστω και ασυνείδητα, ασφυξία σ' έναν κόσμο πνιγμένο στο παμφάγο εγώ. Έχουμε τόσο συνηθίσει στο αίμα. στο μίσος, στη βία, και τουλάχιστον στην αδιαφορία…». (π. Αλέξανδρος Σμέμαν).
Αγαπητοί Χριστιανοί!
Πριν λίγες μέρες γίναμε μάρτυρες του τραγικού γεγονότος του πατέρα που σφαγιάστηκε τη στιγμή που έτρεχε για να μεταφέρει στο μαιευτήριο την ετοιμόγεννη σύζυγό του.
Δείγμα κι αυτό της εποχής μας. Δείγμα της εγκατάλειψής μας.
Και εμείς συνεχίζουμε να φωνάζουμε, να κραυγάζουμε «άνθρωπόν ουκ έχω». Λόγια που εκφράζουν το μέγεθος της τραγωδίας και μάλιστα μιας τραγωδίας κοινωνικής. Η δικαιολογημένη κραυγή μοναξιάς της δικής μας εποχής. Γιατί, αν μοναξιά είναι η αίσθηση της απουσίας των άλλων ανθρώπων, δυστυχώς, πολλές φορές μοναξιά είναι και η αίσθηση της παρουσίας πολλών, αλλά αδιάφορων ανθρώπων.
Αλλά. Σε όποια φάση μοναξιάς κι αν βρισκόμαστε ας μην ξεχνούμε ότι υπάρχει ο Θεός, ο οποίος με την παρουσία και την αγάπη Του σπάζει αυτή τη μοναξιά. Η διατάραξη της ισορροπίας Θεού - ανθρώπου δημιουργεί αφάνταστο πόνο και έχει αφετηρία τη διαταραχή – διακοπή των σχέσεων του ανθρώπου με το Θεό και κατάληξη τη διακοπή των σχέσεων με το συνάνθρωπο. Ο άνθρωπος τότε γίνεται ιδιαίτερα εγωιστής. Γίνεται θηρίο και καταλήγει στην αδιαφορία για τη δυστυχία και την τραγωδία του συνανθρώπου του. Προσπερνά αδιάφορα το συνάνθρωπο και τα προβλήματά του, ενώ κάποτε τον αντιμετωπίζει με τρόπο ειρωνικό, ακόμα και κυνικό!
Αδελφοί μου!
«Έχουμε και ζούμε μέσα σε μια φύση που ανασταίνεται πάγκαλη μέσα σε θείο κι άτρεμο φως, φύση που πλημμυρίζει τον εσωτερικό πλέον κόσμο του ανθρώπου από φως, που του μεταμορφώνει τα υλικά οράματα σε πνευματικά, που του εξάπτει τον ενθουσιασμό να ξαναπαλέψει με τον εαυτό του και τις εναντιότητες του βίου, που τον εμπνέει να νικήσει τον κόσμο αυτό και να τον μεταπλάσει, να τον σφραγίσει με το δικό του όραμα. Έχοντας αυτές τις καταβολές και τις δυνατότητες, γιορτάζει το Πάσχα το Έθνος μας, σαν ένα γεγονός ακένωτης ελπίδας : την νίκη του θανάτου και τον θρίαμβο της πνευματικής αιωνιότητας του ανθρώπου.
Αναμφισβήτητα, και σήμερα, στην πολυδύναμη κρίσι, το Πάσχα είναι, πρέπει να είναι το μοναδικό νεοελληνικό όραμα και βίωμα, κανόνας ζωής και δράσης, αφού σημαίνει ελευθερία, και αρμονία, αφού αποδίδει την αρετή απαραχάραχτη, αφού εκφράζει ο,τι πιο μύχιο, λυτρωτικό, αρρενωπό, καίριο έχει το Έθνος μας. Πάνω στις δυνατές καρδιές στέκεται ο Χριστός, στέκεται και πατεί η Ελευθερία». (Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ).

Πασχάλια πίστη ( π. Αλεξ. Σμέμαν )

 








Τις μέρες μετά το Πάσχα, επιστρέφω συνεχώς και ασυνείδητα στο ίδιο ερώτημα: αν η πρωτάκουστη διαβεβαίωση «Χριστός ανέστη» περιέχει ολόκληρη την ουσία, το βάθος και το νόημα της χριστιανικής πίστης, αν κατά τα λόγια του αποστόλου Παύλου «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, … κενή δε και η πίστις υμων» (Α’ Κορ. 15,14), τι να σημαίνει τότε άραγε αυτό το γεγονός για τη ζωή μου;

Άλλο ένα Πάσχα ήρθε και έφυγε. Για άλλη μια φορά ζήσαμε αυτή την εκπληκτική νύχτα, τη θάλασσα των αναμμένων κεριών, τη μεγάλη συγκίνηση, εκεί ήμασταν ξανά, στο μέσο μιας ακολουθίας ακτινοβόλας χαράς, που ολόκληρο το περιεχόμενό της ήταν σαν ένας ύμνος αγαλλιάσεως: «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια, εορταζέτω γουν πασα κτίσις την έγερσιν Χριστου, εν ω εστερέωται».


Τι χαρούμενα νικητήρια λόγια! Τα πάντα ενώνονται: ουρανός, γη και το υποχθόνιο βασίλειο του θανάτου. Ολόκληρος ο κόσμος συμμετέχει σ’ αυτή τη νίκη και στην ανάσταση του Χριστού ανακαλύπτει το δικό του νόημα και τη δική του αυτοπεποίθηση.

Όμως πέρασε, η νύχτα τέλειωσε, η γιορτή ολοκληρώθηκε, αφήνουμε το φως και επιστρέφουμε στον κόσμο, κατεβαίνουμε στη γη και εισερχόμεθα πάλι στην ομαλότητα, στην καθημερινότητα, στην πραγματικότητα της ζωής μας. Και τι βρίσκουμε; Όλα είναι ίδια, τίποτε δεν άλλαξε, και φαίνεται πώς τίποτε, απολύτως τίποτε δεν έχει κάτι το κοινό με τον ύμνο που ακούσαμε στην εκκλησία, «εορταζέτω γουν πασα κτίσις την έγερσιν Χριστου, εν ω εστερέωται».

Και τώρα αμφιβολίες αρχίζουν να εισβάλλουν στην ψυχή μας. Αυτά τα τόσο όμορφα και υπέροχα λόγια –πιο όμορφα και υπέροχα από κάθε άλλο λόγο πάνω στη γη- μπορούν να είναι απλώς μια ψευδαίσθηση, ένα όνειρο; Η ψυχή και η καρδιά πίνουν παθιασμένα απ’ αυτά τα λόγια, αλλά ηψυχρή λογική αποφαίνεται: όνειρα, αυταπάτη! Δυο χιλιάδες χρόνια πέρασαν και τι μπόρεσαν να κάνουν αυτά τα λόγια; Θεέ μου, πόσο συχνά οι χριστιανοί δε χαμηλώνουν το κεφάλι τους βλέποντας το, και ούτε καν προσπαθούν να συναρμολογήσουν τα κομμάτια του παζλ. Άφησέ μας μόνους, μοιάζει να λένε στον κόσμο, άφησέ μας το τελευταίο πράγμα που μας απόμεινε, την άνεση και τη χαρά! Μην ανακατεύεσαι τη στιγμή που διακηρύσσουμε στις εκκλησιές, πίσω από κλειστές πόρτες, πώς ολόκληρος ο κόσμος αγάλλεται. Αν δεν ανακατευτείς, δε θα ανακατευτούμε κι εμείς στον τρόπο με τον οποίο ευχαριστείσαι να κτίζεις, να κατευθύνεις και να ζεις σ’ αυτόν τον κόσμο…

Στη βαθύτερη όμως γωνιά της συνείδησής μας, γνωρίζουμε πώς αυτή η ατολμία και αυτός ο μινιμαλισμός, αυτή η εσωτερική φυγή σ’ ένα μυστικό εορτασμό είναι ασυμβίβαστη με το αυθεντικό νόημα και τη χαρά του Πάσχα. Ο Χριστός ή ανέστη ή δεν ανέστη. Ή το ένα ή το άλλο! Αν ανέστη (γιατί άλλωστε θα είχαμε την πασχαλινή αγαλλίαση να γεμίζει ολόκληρη τη νύχτα με φως, θρίαμβο και νίκη;), αν σε μια αποφασιστική και μοναδική στιγμή στην ανθρώπινη και παγκόσμια ιστορία, αυτή η ανήκουστη νίκη πάνω στο θάνατο συνέβη πραγματικά, τότε όλα τα πράγματα του κόσμου έχουν γίνει όντως διαφορετικά και νέα, είτε οι άνθρωποι το γνωρίζουν είτε όχι. Τότε όμως εμείς, ως πιστοί, ως αυτοί που χαρήκαμε και γιορτάσαμε, έχουμε την ευθύνη να γνωρίσουν και να πιστέψουν και άλλοι, να δουν, να ακούσουν και να εισέλθουν σ’ αυτή τη νίκη και σ’ αυτή τη χαρά.

Οι πρώτοι χριστιανοί δεν αποκαλούσαν την πίστη τους θρησκεία, αλλά Καλά Νέα («Ευαγγέλιον»), και είχαν σκοπό να το διαδώσουν και να το διακηρύξουν στον κόσμο. Γνώριζαν και πίστευαν πώς η ανάσταση του Χριστού δεν ήταν απλώς ευκαιρία για μία ετήσια γιορτή, αλλά πηγή μιας ενεργητικής και μεταμορφωμένης ζωής. Αυτό που άκουγαν να ψιθυρίζεται, το φώναζαν «από των δωμάτων» (Ματθ. 10, 27)…

«Και τι μπορώ να κάνω;» απαντά η σώφρων και ρεαλιστική λογική. «Πώς μπορώ να διακηρύξω ή να φωνάξω ή να μαρτυρήσω; Εγώ, ένας αδύνατος μικρός κόκος άμμου, χαμένος ανάμεσα στις μάζες;» Η ένσταση όμως αυτή της λογικής και του «υγιούς μυαλού» είναι ένα ψέμα, ίσως το τρομερότερο και δαιμονικότερο ψέμα του σημερινού κόσμου. Ο κόσμος μας έχει κατά κάποιο τρόπο πείσει πώς η δύναμη και η σπουδαιότητα προέρχεται μόνο από τους μεγάλους αριθμούς, τα πλήθη, τις μάζες. Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος ενάντια σε όλους τους άλλους; Είναι όμως σωστό πως, παρά το ψέμα, η θεμελιώδης βεβαιότητα του Χριστιανισμού πρέπει να κηρυχθεί με όλη τη δύναμη και την απαράμιλλη λογική της. Ο Χριστιανισμός ισχυρίζεται πως ένας άνθρωπος μπορεί να είναι δυνατότερος από κάθε άλλον, και πως αυτός ο ισχυρισμός είναι ακριβώς τα καλά νέα του Χριστού. Σκεφτείτε αυτούς τους αξιόλογους στίχους από το έργο του Μπόρις Πάστερνακ, «ο κήπος της Γεσθημανής»:
Παραιτήθηκε χωρίς έχθρα,
σαν να γύριζε δανεισμένα πράγματα,
τα θαύματά Του και τη δύναμή Του.
Και τώρα, ήταν θνητός σαν εμάς.



Αυτή είναι η αληθινή ιστορία του Χριστού: άνθρωπος δίχως εξουσία, έχθρα, οποιαδήποτε επίγεια δύναμη. Ένας άνθρωπος! Εγκαταλελειμένος, προδομένος, απορριμμένος από όλους! Όμως νικητής. Ο Πάστερνακ συνεχίζει:

Βλέπεις την προέλαση των αιώνων,
σαν την πορεία προς Εμμαούς.
Μπορεί ν’ ανάψει τις καρδιές στο δρόμο.
Λόγω της φοβερής μεγαλοσύνης
που υπάρχει στο εθελούσιο μαρτύριο,
κατεβαίνω μέχρι τον τάφο.
Κατεβαίνω στον τάφο
και στην Τρίτη μέρα «αναστήσομαι»,
Και σαν τις σχεδίες που πλέουν στο ποτάμι,
έτσι σε μένα για την κρίση,
όπως οι μαούνες στη σειρά,
οι αιώνες, από το σκοτάδι, θα έρχονται παρασυρμένοι…

«Μπορεί ν’ ανάψει τις καρδιές στο δρόμο…». Στη φράση «μπορεί ν’ ανάψει» βρίσκουμε το κλειδί της απάντησης στις αμφιβολίες της «σώφρονος» λογικής. Τι θα συνέβαινε αν ο καθένας που έχει ζήσει τη χαρά της ανάστασης, που έχει ακούσει για τη νίκη της, που πίστεψε σ’ αυτό που επιτελέστηκε, άγνωστο στον κόσμο, αλλά μέσα στον κόσμο και χάριν αυτού, αν ο καθένας μας, ξεχνώντας τους μεγάλους αριθμούς, τα πλήθη και τις μάζες, μετέδιδε αυτή τη χαρά και αυτή την πίστη μόνο σε έναν άλλον άνθρωπο, άγγιζε μόνο μια άλλη ανθρώπινη ψυχή; Αν αυτή η πίστη και η χαρά μπορούσε να είναι μυστικά παρούσα σε κάθε συζήτηση, ακόμη και στην πιο ασήμαντη, στις κοινές πραγματικότητες της καθημερινής μας ζωής, θα άρχιζε αμέσως, εδώ και τώρα, σήμερα να μεταμορφώνεται ο κόσμος και η ζωή. Ο Χριστός είπε, «ουκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως» (Λουκ.17,20). Η Βασιλεία του Θεού έρχεται με δύναμη, φως και νίκη κάθε φορά που οι πιστοί τη μεταφέρουν μαζί τους από την εκκλησία στον κόσμο, και αρχίζουν να τη ζουν στη ζωή τους. Τότε τα πάντα, πάντοτε και κάθε στιγμή «μπορούν ν’ ανάψουν τις καρδιές στο δρόμο…»

(από xfe.gr)