Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΗΘΙΚΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ




 
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ
ΚΑΙ Ο ΗΘΙΚΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ
 Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ. Θ.

    Μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης πνευματικής μέριμνας και αγωνίας για τη διαφύλαξη του εκκλησιαστικού σώματος από τον προσηλυτισμό και την κακοδοξία των διαφόρων αιρετικών θρησκευτικών ομάδων, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε το γεγονός ότι ενώ κατά τη διάρκεια του αντιαιρετικού αγώνα τονίζονται πολύ σωστά οι διαφορές σε θέματα πίστεως μεταξύ της Ορθοδόξου Θεολογίας και των αιρετικών διδασκαλιών, δεν επισημαίνονται πολλές φορές σε ικανό βαθμό οι διαφορές σε επίπεδο ηθικής και πνευματικής ζωής. Συνέπεια όλων αυτών είναι να δίνεται η εσφαλμένη εντύπωση ότι δεν υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές. Έχουμε την άποψη ότι η ενώ η Ορθόδοξη πνευματική ζωή αποβλέπει στη θεραπεία, φωτισμό, ζωοποίηση και ανακαίνιση του συνόλου της ανθρώπινης υπάρξεως μέσα από τη ζωοποιό Χάρη του Αγίου Πνεύματος, η ηθική ζωή των αιρετικών, εξαιτίας των θρησκευτικών τους προϋποθέσεων, εκπίπτει σε έναν ηθικισμό. Ως ηθικισμός ή ευσεβισμός στη σύγχρονη ιστορική και θεολογική μελέτη, αναφέρεται η ατομική προσπάθεια σωτηρίας του ανθρώπου, η οποία βασίζεται αποκλειστικά στην επίτευξη της αρετή, για να επιτύχει μετά βεβαιότητας την δικαίωση1. Στον ηθικισμό, είναι παντελώς άγνωστες οι έννοιες όπως καταπολέμηση των παθών, άσκηση, ταπείνωση, θεραπεία της ανθρωπίνης φύσεως. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τη διαφορά μεταξύ ηθικής και ηθικισμού επισημαίνουμε ότι ο δεκάλογος του Μωυσή είναι μέν ηθική, αλλά ο φαρισαϊσμός είναι ηθικισμός. Το «ού κλέψεις, ου φονεύσεις, ου ψευδομαρτυρήσεις» συνιστούν ηθική. Όταν όμως ο Χριστός θεραπεύει ασθενείς κατά την ημέρα του Σαββάτου, προκαλεί τη δυσφορία των ηθικιστών Φαρισαίων για τη δήθεν παραβίαση της ιεράς αργίας του Σαββάτου (Βλ.Μαρκ.2,27). Όλο το Ευαγγέλιο ακριβώς μπορεί να αναγνωσθεί ως μία διαρκής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ηθική και στην ηθικισμό2. Ο ηθικισμός γεννά την υποκρισία.
Το κλειδί της κατανόησης αυτής της διαφοροποίησης μεταξύ Ορθοδόξου Θεολογίας και των αιρετικών διδασκαλιών ευρίσκεται στη θεώρηση του προπατορικού αμαρτήματος. Οι περισσότερες αιρέσεις, όπως οι προτεσταντικές αλλά και η αίρεση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, προέρχονται από τη δυτική θρησκευτική παράδοση. Σύμφωνα με το μακαριστό π. Ιωάννη Ρωμανίδη η δυτική θεολογική παράδοση εκλαμβάνει τον θάνατο και την φθορά ως αποτέλεσμα της αποφάσεως του Θεού να θεωρήσει ένοχη την ανθρωπότητα και να την τιμωρήσει εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος. Θεωρεί τον Θεό ως τον αίτιον του θανάτου3. Ο σατανάς και ο θάνατος θεωρούνται ως όργανα της Θείας οργής4. Κατά συνέπεια οι διάφορες αιρέσεις βλέπουν την πτώση του ανθρώπου ως μια παράβαση του ανθρώπου με δικανικό χαρακτήρα, ως προσβολή «των κανόνων περί του δικαίου» όπως τονίζουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά5 και επισημαίνουν οι αιρέσεις ότι είτε μόνο με μια συναισθηματικής αποφάσεως περί πίστεως είτε με κάποιες αξιόμισθες πράξεις μπορούν να εξευμενίσουν το Θεό ο οποίος οργίσθηκε εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος και έριξε τον άνθρωπο στα χέρια του τιμωρού σατανά επιβάλλοντάς του την ποινή του θανάτου. Αποτέλεσμα όλων αυτών να γιγαντώνεται ένας άνευ προηγουμένου ηθικισμός ο οποίος αποβαίνει σε τελική ανάλυση σε έναν φαρισαϊσμό.
Αντίθετα, για τους Πατέρες της Εκκλησίας, η πτώση στην αμαρτία δεν είναι ζήτημα δικανικού-νομικού χαρακτήρα, αλλά μάλλον ζήτημα αποτυχίας του ανθρώπου να φθάσει στη θέωση ένεκα της πτώσεώς του εις τας χείρας τού «τον κράτος έχοντα του θανάτου» (Εβρ.2,14), δηλαδή τον διάβολον6. Η αμαρτία δεν είναι απλά το σύνολο των λαθεμένων μας επιλογών, δεν νοείται νομικά ή δικανικά, δηλαδή σαν μια παράβαση της Θείας-απαγορευτικής εντολής που καθόριζε τη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο, αλλά οντολογικά. Είναι η κακή αλλοίωση της ανθρωπίνης φύσεως, ο τραυματισμός του αρχικού είναι, η είσοδος του «παρά φύσιν» στην ανθρώπινη ζωή7. Κατά συνέπεια οι Πατέρες της Ανατολής δεν είδαν την αμαρτία, ως παράβαση νομικών διατάξεων αλλά ως μια ασθένεια, μια παράχρηση των δυνάμεων της ψυχής και του σώματος, έτσι όπως εκφράζεται μέσα από τα πάθη που καταδυναστεύουν τον άνθρωπο. Η ασθένεια δεν τιμωρείται αλλά θεραπεύεται και η Εκκλησία ακριβώς είναι το μεγάλο θεραπευτήριο όπου θεραπεύει την ανθρώπινη φύση. Γι’ αυτό το λόγο αν μελετήσουμε το ορθόδοξο αγιολόγιο θα εντοπίσουμε κάθε είδους περιθωριακούς ανθρώπους, ανθρώπους που διέπραξαν ποικίλα αμαρτήματα, υπήρξαν φονιάδες, δήμιοι, βασανιστές αγίων, μάγοι, οι οποίοι όμως μετανόησαν ειλικρινά και αγίασαν. Το παράδειγμα της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, φανερώνει ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί μια ανατροπή της παραδεδομένης και υποκριτικής κοινωνικής ηθικής, μια παράδοξη μεταβολή των πρώτων σε έσχατους, των εσχάτων σε πρώτους. Οι τελώνες και οι πόρνες προάγουν στη Βασιλεία του Θεού(Ματθ.21,31).
Για την Εκκλησία οι άνθρωποι δεν διακρίνονται σε ηθικούς και ανήθικους με την κοινή κοινωνική έννοια του όρου αλλά σε ανθρώπους οι οποίοι επιζητούν τη θεραπεία από τα πάθη τους μέσω της άσκησης και σε αθεράπευτους. Αντίθετα, όλες οι αιρέσεις τονίζουν ότι τα μέλη τους είναι ηθικώς άμεμπτα και ασφαλώς ηθικώς ανώτερα από τα μέλη των άλλων χριστιανικών ομολογιών. Οι οπαδοί των αιρέσεων συνηθίζουν συστηματικά να καυχώνται για τον ενάρετο βίο των μελών της «εκκλησίας» τους και συγχρόνως κατηγορούν τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως αμαρτωλά και εμπαθή. Αρέσκονται να μεγαλοποιούν τα τυχόν εκκλησιαστικά σκάνδαλα, και ταυτόχρονα προβάλλουν κάποια παραδείγματα ανθρώπων οι οποίοι δημόσια ομολογούν ότι προσχωρώντας στην συγκεκριμένη αίρεση αυτόματα απαλλάχθηκαν από το πάθος του τσιγάρου, των ναρκωτικών, κ.α, όπως διαβάζουμε σε έντυπο της ελευθέρας αποστολικής εκκλησίας της Πεντηκοστής8 αλλά και σε έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά9.   Διαβάζουμε λοιπόν στην «Σκοπιά» της 15ης Ιουνίου 1999, ότι όσοι προσχωρούν στην οργάνωση: «γίνονται μέλη μιας διεθνούς αδελφότητας γνωστής για την καθαρότητα και τους καλούς της τρόπους, της παγκόσμιας εκκλησίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά»10. Ταυτόχρονα αντιδιαστέλλουν τον κακό κόσμο με τους καλούς και ηθικούς Μάρτυρες του Ιεχωβά11. Επιπλέον αναγκάζουν τα μέλη τους να προσέχουν και την παραμικρή τους κίνηση που μπορεί να σπιλώσει το όνομα της οργάνωσης και να φαίνονται ηθικοί και έντιμοι. Για όλους τους παραπάνω λόγους αποτελεί σκάνδαλο για την οργάνωση η συγχώρεση που δόθηκε από τον Ιησού στον συσταυρωθέντα και μετανοήσαντα ληστή διότι σύμφωνα με το περιοδικό τους « Σκοπιά», ο ληστής, «δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις για ουράνια ζωή διότι οι άνθρωποι με ουράνια προοπτική πρέπει να συμμορφώνονται με τους ηθικούς κανόνες του Θεού και να εκδηλώνουν ιδιότητες όπως εντιμότητα, ακεραιότητα και συμπόνια. Μόνο αν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις αποδεικνύονται άξιοι να αναστηθούν και ικανοί να αναλάβουν τη βαρυσήμαντη ευθύνη που τους περιμένει στον ουρανό, δηλαδή το να υπηρετήσουν μαζί με τον Χριστό ως ιερείς και βασιλιάδες επί της ανθρωπότητας για χίλια χρόνια. Αντίθετα ο κακοποιός δίπλα στον Ιησού έζησε και πέθανε ως εγκληματίας..Βέβαια εκδήλωσε σεβασμό όταν είπε στον Ιησού “θυμήσου με όταν έρθεις στη Βασιλεία σου”……εντούτοις δεν είχε δημιουργήσει υπόμνημα ηθικής διαγωγής και πιστής υπομονής»(!) και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι με κανέναν τρόπο δεν θα μπορούσε ο ληστής να είναι μαζί με τον Ιησού στον ουρανό, γιατί στον ουρανό θα είναι μόνο όσοι «παρέχουν ακλόνητη βάση (δηλαδή μια καλή ηθική διαγωγή) ώστε να υπάρχει ακλόνητη εμπιστοσύνη ότι θα τηρούν τους δίκαιους κανόνες του Θεού όταν κυβερνούν την ανθρωπότητα. Ο κακοποιός» σύμφωνα με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, «παρότι υπήρξε ειλικρινής στην έκκληση που έκανε την τελευταία στιγμή, δεν παρείχε τέτοια βάση»(!) και καταλήγουν, ανατρέποντας τη διαβεβαίωση του Ιησού προς τον ληστή ότι «μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ»(Λουκ.23,43) λέγοντας ότι ο ληστής θα πάει στον επίγειο παράδεισο και όχι βέβαια σε έναν ουράνιο μαζί με τον Ιησού!!!12.
Η απομάκρυνση από τη διδασκαλία του Ευαγγελίου είναι φανερή. Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος: «Ο Θεός είναι, για όσους θέλουν, η ζωή και η σωτηρία τους, όλων, και των πιστών και των απίστων, και των δικαίων και των αδίκων, και των ευσεβών και των ασεβών, και των απαθών και των εμπαθών, και των μοναχών και των κοσμικών, και των σοφών και των αγραμμάτων, και των υγιών και των ασθενών, και των νέων και των ηλικιωμένων. Είναι κάτι παρόμοιο με την ακτινοβολία του φωτός, με την θέα του ηλίου και με την εναλλαγή των εποχών (τα οποία προσφέρονται εξίσου σε όλους τους ανθρώπους). Και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά, διότι “δεν υπάρχει προσωποληψία στον Θεό”»13. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον μακαριστό π. Ι. Ρωμανίδη «... δια τους Πατέρας δεν διαχωρίζονται οι άνθρωποι εις ηθικούς και ανηθίκους ή εις καλούς και κακούς βάσει ηθικών κανόνων. Ο διαχωρισμός αυτός είναι επιφανειακός. Εις το βάθος διακρίνεται η ανθρωπότης εις ψυχικά αρρώστους, εις θεραπευομένους και εις θεραπευμένους. Όλοι όσοι δεν είναι εις την κατάστασιν του φωτισμού είναι ψυχικά άρρωστοι... Δεν είναι μόνον η καλή θέλησις, η καλή απόφασις, η ηθική πράξις και η αφοσίωσις εις την Ορθόδοξον Παράδοσιν που κάμει τον Ορθόδοξον, αλλά η κάθαρσις, ο φωτισμός και η θέωσις. Τα στάδια αυτά θεραπείας είναι ο σκοπός της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας, όπως μαρτυρούν τα λειτουργικά κείμενα»14.
Για τις αιρέσεις η σωτηρία δεν είναι κυρίως εκ του θανάτου αλλά εκ της Θείας οργής15. Ο Θεός λοιπόν πρέπει να εξευμενισθεί με ηθικές πράξεις16. Για τις αιρέσεις ο Ιησούς είναι ο τέλειος ηθικός διδάσκαλος ο οποίος προσφέρει έναν κατάλογο ηθικών πράξεων τις οποίες πρέπει να τηρεί ο άνθρωπος ώστε να κατορθώσει να αποδείξει είτε ότι είναι σεσωσμένος, σύμφωνα με τον απόλυτο προορισμό των προτεσταντικών αιρέσεων, είτε για να ζήσει σε μια παραδεισένια κατάσταση επάνω στη γη αποφεύγοντας την καταστροφή, η οποία αναμένεται για όλους τους αμαρτωλούς, σύμφωνα με την εσχατολογική μυθολογία των Μαρτύρων του Ιεχωβά17. Ταυτόχρονα οι αιρέσεις ερμηνεύουν την σταυρική θυσία του Ιησού ως ικανοποίηση της Θείας Δικαιοσύνης. Εφόσον ικανοποιήθηκε η Θεια δικαιοσύνη η σωτηρία συντελέσθηκε και η Ανάσταση του Ιησού θεωρείται άνευ αξίας18. Αυτό το βλέπουμε έντονα στις θρησκευτικές αντιλήψεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά οι οποίοι όταν ομιλούν για Ανάσταση του Ιησού εννοούν μια πνευματική ανάσταση. Δεν αποδέχονται την ενσώματη ανάσταση του Ιησού καθώς υποστηρίζουν ότι ο Ιεχωβά τον «επανέφερε στη ζωή ως πνεύμα»19 και ότι «ο ουράνιος Πατέρας του τον ανέστησε και πάλι σε πνευματική ζωή»!20 Και είναι συνεπές αυτό με τις θρησκευτικές τους αντιλήψεις καθώς ο θάνατος του Ιησού, γι’ αυτούς, δεν είναι λύτρωση εκ του θανάτου, ζωοποίηση και ανακαίνιση του ανθρώπου αλλά απόδειξη στον «Σατανά ο οποίος αμφισβήτησε το αν ο Ιεχωβά έχει ανθρώπινους υπηρέτες οι οποίοι θα παρέμεναν πιστοί υπό δοκιμασία. Υπομένοντας πιστά παρά τα τρομερά παθήματα ο Ιησούς έδωσε την καλύτερη απάντηση στην πρόκληση του Σατανά. Ο Ιησούς απέδειξε ότι ένας τέλειος άνθρωπος με ελεύθερη βούληση μπορούσε να κρατήσει τέλεια ακεραιότητα στον Θεό, ό,τι και αν έκανε ο Διάβολος. Αναμφίβολα, ο Ιεχωβά χάρηκε πολύ με την πιστότητα του αγαπητού του Γιού», 'οπως υποστηρίζουν21. Κατά συνέπεια η Ανάσταση του Ιησού είναι ανώφελη για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και ο θάνατος του Ιησού μια επιβεβαίωση της ηθικής του έναντι τού Σατανά και όχι βέβαια ζωοποίηση, ανακαίνιση της ανθρωπίνης φύσεως και κατάργηση της δύναμης του διαβόλου όπως υποστηρίζει η Ορθόδοξη Θεολογία.
Η Ορθόδοξη Θεολογία υποστηρίζει ότι η σωτηρία δεν είναι εκ της Θείας οργής αλλά από τη δυναστεία του διαβόλου22. Ο προορισμός του ανθρώπου είναι η ανιδιοτελής αγάπη μέσω της αυταπάρνησης (Ιω.4,3-4). Η ηθική τελείωση δεν συνίσταται στην επίτευξη κάποιων ηθικών πράξεων, στην ηθική ευδαιμονία αλλά στην επίτευξη ανιδιοτελούς αγάπης. Η τελεία αγάπη είναι υπεράνω παντός εν τω κόσμω συμφέροντος23. Ούτε η πίστη μόνον ούτε τα αξιόμισθα έργα σώζουν αλλά η αγάπη όπως λέει ο Απ. Παύλος (Α΄ Κορ,13)24. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να σώσει τον εαυτόν του προσφέροντας στον Θεόν πίστιν και έργα, ως εάν ο Θεός εδέχετο δωροδοκίες25. Δεν μπορεί ο άνθρωπος απότομα, όπως πιστεύουν οι προτεσταντικές αιρέσεις να γίνει τέλειος σεσωσμένος χριστιανός μέσω κάποιας συναισθηματικής αποφάσεως περί πίστεως και συμμορφώσεως προς κάποια γενική ιδέα περί αγάπης. Η πραγματική ηθική τελείωση απαιτεί άσκηση και δοκιμασία26. Είναι πόλεμος εναντίον των παγίδων του πονηρού όπως μας διδάσκουν οι ασκητές Πατέρες μας. Άνευ αγώνος για την κατάκτηση αυτής της αγάπης η σωτηρία είναι αδύνατος. Όταν ο άνθρωπος ασκηθεί κατάλληλα μέσω της άσκησης είναι δυνατόν ο αγώνας εναντίον του σατανά και ο αγώνας για την τελείωση να γίνει ευκολότερος αφού η προσωπικότητα του ανθρώπου στρέφεται θετικότερον προς την ανιδιοτέλεια27. Γι αυτό το λόγο η πατερική παράδοση συμφωνεί ότι η πνευματική ζωή δεν είναι κάποια μετέωρα ευσεβιστικά συναισθήματα, κάποιος απόκοσμος θρησκευτικός ρομαντισμός, αλλά ένα στάδιο ή μια οδός ασκήσεως28. Τίποτε δεν πραγματοποιείται με μαγικό τρόπο, με ευσεβείς σκέψεις, με ρομαντισμούς και με κάποιους αφελείς συναισθηματισμούς, αλλά με κόπο και οδύνη.
Δεν πρέπει να μας ξενίζει το γεγονός ότι οι αιρετικοί αρνούνται την άσκηση. Εφόσον ο αγώνας του ανθρώπου ( κατά την διδασκαλία τους), δεν είναι εναντίον των μεθοδειών του διαβόλου-άλλωστε και αυτός είναι όργανο της Θείας οργής- αλλά είναι προσπάθεια εξευμενισμού του Θεού, κατά συνέπεια, είναι ανώφελη η νηστεία, η αγρυπνία και οι άλλες πρακτικές της ασκήσεως. Σύμφωνα με τις προτεσταντικές αιρέσεις, αρκεί και μόνο η πίστη στο Χριστό ώστε ο άνθρωπος να «αναγεννηθεί» πνευματικά»29. Αναφέρει ο π. Ρωμανίδης: «Αντί να γίνωνται νηστείες, (ενν. στη δυτική πνευματικότητα) προσευχές και καλά έργα για την πνευματική άσκηση των ανθρώπων και για την καταπολέμηση του σατανά, τα πάντα γίνονται για να εξευμενισθεί ο Θεός και να αποκομισθούν κάποιες αξιομισθίες. Όταν επικράτησε πλέον η Ανσέλμειος θεωρία περί ικανοποιήσεως της θειας δικαιοσύνης με τη σταυρική θυσία ήταν φυσικό να καταλήξουν οι προτεστάντες στο συμπέρασμα ότι τα μυστήρια, τα καλά έργα δεν εξευμενίζουν το Θεό παρά μόνο η πίστη στον εσταυρωμένο Χριστό δύναται να σώσει τον άνθρωπο30.
Σύμφωνα όμως με την ορθόδοξη παράδοσή μας η δια της προσευχής, της νηστείας και των καλών έργων πνευματική άσκηση δεν γίνεται για τις ανάγκες του Θεού, αλλά για την ηθική στερέωση, τελείωση και θέωση των πιστών31. Ο Θεός δίνει τις εντολές στον άνθρωπο όχι διότι ο ίδιος έχει ανάγκη αυτών αλλά διότι τις έχει ανάγκη ο άνθρωπος32. Περιεχόμενο της άσκησης είναι η απάρνηση του ατομικού φρονήματος και θελήματος, της αυτάρκειας και αυτονομίας. Η φιλαυτία, η αυταρέσκεια μάς εγκλωβίζουν μέσα στα δίχτυα της αμαρτίας, διότι αμαρτία είναι η θεοποίηση του εγώ. Το πρόβλημα του ανθρώπου είναι η θανατηφόρα ηδονή της εωσφορικής αυτοθεώσεως33. Αναφέρει ο Ευάγριος ο Ποντικός: «Είναι πολύ αναγκαίο να μιμηθούμε εκείνους που κινδυνεύουν στη θάλασσα και πετούν τα σκεύη στο πέλαγος λόγω της βίας των άνεμων και των κυμάτων. Αλλά σ' αυτό ας προσέξομε μήπως πετάξομε τα σκεύη για να μας δουν οι άνθρωποι (και μας επαινέσουν), επειδή έτσι στερούμαστε το μισθό μας. Και θα πάθουμε άλλο ναυάγιο χειρότερο από το προηγούμενο, από το δαιμονικό άνεμο της κενοδοξίας»34. Μας διδάσκει ο άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: «Τὸ πιὸ σπουδαῖο εἶναι ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη ἐσωτερικότητα καὶ προσπαθῆ νὰ μὴ γίνεται γνωστὸ τὸ καλὸ ποὺ κάνει, εἶναι αἰσθητὸ στοὺς ἄλλους, ὅλοι τὸν εὐλαβοῦνται καὶ τὸν ἀγαποῦν, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ τὸ καταλαβαίνη»35.
Ο Φαρισαίος της παραβολής (Λουκ.18,10-14), ο οποίος αρχίζοντας από την αυταρέσκεια κατέληξε στην κατάκριση, αν και έπραττε το ηθικά ορθό, όμως δεν μπόρεσε να ανακαλύψει το μέγεθος της ασθένειας της ανθρωπίνης φύσεώς του, όντας παγιδευμένος στην αυτοδικαίωση. Διαβάζοντας κανείς το Ευαγγέλιο παρατηρεί ότι όλες οι ανθρώπινες αξίες παραμερίζονται ή ανατρέπονται. Οι άνθρωποι δεν αξιολογούνται σύμφωνα με την ηθική τους υπόληψη. Το μόνο σταθερό κριτήριο, το μόνο μέτρο για την αξιολόγησή τους είναι η μετάνοια36. Μας προτρέπει ο άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: «Παρακάλει τὸ Θεό, νὰ σοῦ στείλει τὴν ἁγία ταπείνωση. Ὄχι αὐτὴ ποὺ λέει, εἶμαι τελευταῖος, εἶμαι τιποτένιος. Αὐτὴ εἶναι σατανικὴ ταπείνωση. Ἡ ἁγία ταπείνωση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἀκοῦς; Δῶρο, χάρισμα. Ὄχι ἀπὸ δικές μας προσπάθειες. Ἐσὺ προετοίμαζε τὸν ἑαυτό σου, καὶ ζήτα ἀπὸ τὸ Θεὸ αὐτὸ τὸ ἅγιο δῶρο. Μὴ λές, ἔχω αὐτὸ τὸ ἐλάττωμα, τὸ προσφέρω στὸ Θεό. Τίποτα. Ἐσύ, ἀγωνίσου, ἐξουθένωνε τὸν ἑαυτό σου, καὶ τὰ ἄλλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἀγωνίζου νὰ εἰσέλθομε ἀπὸ δῶ, εἰς τὴν Ἄκτιστον Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ»37.
Ενώ οι αιρέσεις τονίζουν ότι ο Ιησούς ήταν «το καλύτερο παράδειγμα όσιας υπακοής στον Θεό»38 η Ορθόδοξη Θεολογία τονίζει ότι ο Χριστός δεν μας παρέδωσε απλώς μια καλή ηθική διδασκαλία αλλά το Σώμα του, που είναι η Εκκλησία. Εφόσον το πρόβλημα του ανθρώπου δεν είναι απλά ηθικό αλλά οντολογικό, κατά συνέπεια και η Εκκλησία δεν είναι μια θρησκευτική συνάθροιση ανθρώπων που προσπαθούν να βελτιωθούν ηθικά αλλά ο πνευματικός χώρος όπου ανακαινίζεται ο άνθρωπος και όλος ο κόσμος. Η αμαρτία δεν είναι απλά η κακή επιλογή ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, δεν είναι απλά ζήτημα της βουλήσεως αλλά γεγονός που βιώνεται σε οντολογικό επίπεδο. Γι’ αυτό το λόγο η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν περιορίζει τη λατρεία και την πνευματική της καθοδήγηση στο να δίνει απλώς ηθικές συμβουλές, όπως οι προτεσταντικές εκκλησίες, αλλά προσφέρει στον πιστό τη δυνατότητα να θεραπεύσει την ανθρώπινη φύση και βούληση του πιστού που μετέχει στην Ευχαριστιακή Τράπεζα. Εφόσον όμως οι διάφορες αιρέσεις αρνούνται την παραπάνω θεώρηση της Ορθόδοξης Θεολογίας είναι ανώφελη και άνευ σημασίας για τους αιρετικούς η Θεία Λειτουργία. Ακόμη και όταν πραγματοποιείται μια αναπαράσταση του Μυστικού Δείπνου, όπως γίνεται στην αίρεση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αυτό συμβαίνει χάριν μιας ετήσιας υπενθύμισης «της επετείου του θανάτου του Χριστού» και όχι της Ανάστασής Του39, εκφράζοντας απλώς «την εκτίμησή τους για την αγάπη που εκδήλωσαν ο Θεός και ο Ιησούς» και τίποτα άλλο40.
Συνοψίζοντας, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η χριστιανική ηθική, δηλαδή η Ορθόδοξη πνευματική ζωή, δεν είναι απλά μια έκθεση αντικειμενικών ηθικών αρχών και κανόνων, αλλά ασκητική εργασία, φύλαξη των εντολών και άσκηση των αρετών του Χριστού. Αυτό σημαίνει ότι η άσκηση του χριστιανού δεν νοείται ως ένα κλειστό σύστημα αυξήσεως των ανθρωπίνων ικανοτήτων, αλλά είναι προσπάθεια μεταμορφώσεως και αυξήσεως ολόκληρου του ανθρώπου, κατά το μέτρο της δωρεάς, που του χάρισε ο Θεός41. Είναι η «αναγέννηση του ανθρώπου και, βεβαίως, όταν ο άνθρωπος αναγεννάται πνευματικά, τότε συμπεριφέρεται ορθά προς τον Θεό, τούς ανθρώπους και την κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι η ορθόδοξη ηθική ταυτίζεται με την ασκητική. Και η ασκητική είναι η προσπάθεια τού ανθρώπου να τηρήσει τις εντολές τού Χριστού στην προσωπική του ζωή», επισημαίνει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος42.
Κακό και αμαρτία δεν είναι ορισμένες δυνάμεις του σώματος και της ψυχής αλλά η παράχρησή τους. Αυτή η παράχρηση των δυνάμεων της ανθρώπινης ύπαρξης είναι και η αιτία γένεσης των παθών τα οποία δεν είναι αυτόνομες αμαρτητικές καταστάσεις αλλά αυτή ακριβώς η παράχρηση των υγιών δυνάμεων της ψυχής. Η άσκηση δεν αποβλέπει σε ηθικά πρότυπα, δηλαδή σε αντικειμενικά πιστοποιημένες αρετές, οι οποίες ίσως οδηγούν στην υπερηφάνεια και την αυτοδικαίωση, αλλά στην δοκιμασία της ανθρώπινης ελευθερίας43. Αποτελεί μέσο θεραπείας διότι η αμαρτία δεν είναι μια κατάσταση παράβασης νομικών διατάξεων αλλά μια αρρώστια που καταδυναστεύει το σώμα και την ψυχή μας και μπορεί να κρύπτεται ακόμη και μέσα σε φαινομενικά ευσεβείς πράξεις. Διδάσκει ο άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: «Ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ ἀποφεύγει τὴν ἀρρωστημένη θρησκευτικότητα: τόσο τὸ αἴσθημα ἀνωτερότητος γιὰ τὴν ἀρετή του, ὅσο καὶ τὸ αἴσθημα κατωτερότητος γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του. Ἄλλο πράγμα εἶναι τὸ κόμπλεξ καὶ ἄλλο ἡ ταπείνωση· ἄλλο ἡ μελαγχολία καὶ ἄλλο ἡ μετάνοια»44.
Το μυστικό της αρετής του ανθρώπου δεν βρίσκεται στην απαρίθμηση των καλών πράξεων και την αποφυγή αμαρτωλών πράξεων, όπως πρεσβεύει η ηθική διδασκαλία των αιρετικών, αλλά στη νέκρωση των παθών, την μεταμόρφωσή τους. Μας λέγει ο άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: «Για να προκόψει ο άνθρωπος, πρέπει να αναγνωρίσει τα πάθη που έχει και να καταβάλει προσπάθεια για να τα κόψει. Επίσης, να γνωρίσει τα χαρίσματα που του έδωσε ο Θεός και να τα καλλιεργήσει. Αν τα καλλιεργήσει ταπεινά, σύντομα θα πλουτίσει πνευματικά. Αν δουλέψει κανείς πνευματικά γίνεται καλός, αν αδιαφορήσει, γίνεται κακός»45. Ασκητής δεν είναι αυτός που αυτοκυριαρχείται, αυτός που επιλέγει απλώς να κάνει μια καλή πράξη αλλά ο θεραπευμένος σε όλα τα επίπεδα της υπάρξεως. Αυτή η ασκητική εργασία συντελείται εξάπαντος εντός της Εκκλησίας όπου τελεσιουργείται δια των Ιερών Μυστηρίων η θεραπεία της ανθρωπίνης φύσεως και κατά συνέπεια όλης της ανθρώπινης κοινωνίας και του σύμπαντος κόσμου.


Read more: http://www.egolpion.com/E9B77907.el.aspx#ixzz3XofNECWR

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου