Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΩΣ ΠΑΤΡΟΣ ΑΥΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΩΣ ΠΑΤΡΟΣ ΑΥΤΟΥ



ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ
 ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΩΣ ΠΑΤΡΟΣ ΑΥΤΟΥ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ - ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ


     Σεβασμιώτατε Δέσποτα, σεβαστοί πατέρες και αδελφοί,
Μοναδική η μορφή και πολυδιά­στατη η προσωπικότης του εν αγίοις πατρός ημών Αντωνίου του Μεγάλου του οποίου τη μνήμην εορτάζει μεθαύριον η Εκκλησία μας. Το λέγει και το παρωνύμιόν του: Αντώνιος ο Μέγας. Όντως δε μόνον ολίγους η ιστορία ωνόμασεν μεγάλους. Και ο Αντώνιος είναι ένας απ’ αυτούς τους ελάχιστους. Μεγαλειώδης λοιπόν είναι η αγία ζωή του, που ως γνωστόν μας τη διασώζει ο σύγχρονός του άλλος μεγά­λος πατέρας της Εκκλησίας, ο αρχιεπί­σκοπος Αλεξάνδρειας Αθανάσιος, ο επίσης Μέγας. Εμείς όμως σήμερον δεν θα ίδωμεν τη μακροχρόνιον ζωήν του αγίου εκεί εις την έρημον της Αιγύπτου απλά, αλλά θα θεωρήσωμεν την δράσιν του αγίου Αντωνίου όσην ο άγιος άσκησεν δια των στρατιών του μοναχι­σμού, που αυτός ο ίδιος ίδρυσεν. Η επί αιώνες δηλαδή παγκοσμίως γνωστή και πανθομολογούμενη δράσις και επίδρασις του χριστιανικού Μοναχισμού, δεν ήταν παρά ακριβώς η προέκτασις των κατορθωμάτων του ιδίου του αγίου Αντωνίου. Ο άγιος πάντως αυτός δεν ήταν απλά ένας μοναχός ή ένας διάση­μος ασκητής, αλλά υπήρξεν θα λέγαμε ο Πατήρ του χριστιανικού Μοναχισμού, σαν συγκεκριμένου εκκλησιαστικού θεσμού, με κοινωνικές διαστάσεις όταν δηλαδή αυτός ο Μοναχισμός άρχισε να γίνεται κοινωνικά διακριτός και με προεκτάσεις εις τον παγκόσμιον πολι­τισμόν σαν ρεύμα κοινωνικό, σαν κοινωνικό κίνημα. Συνδέεται, λοιπόν, γενετικά ο άγιος Αντώνιος με το χριστιανικό Μοναχισμόν και επομένως με το κοινωνικόν και πολιτιστικόν έργον του χριστιανικού Μοναχισμού. Σαν διακριτόν, λοιπόν κοινωνικόν κίνη­μα ο χριστιανικός Μοναχισμός γεννήθηκεν τον αιώνα του Μ. Αντωνίου εκεί κάτω στην έρημον της μακρυνής Αιγύπτου: Μετά τη διευκρίνησιν αυτή μπαίνομεν κατ ευθείαν εις το θέμα μας:
Αγαπητοί μου, εγγίζομεν έτσι ένα πολύπλοκον ζήτημα ένα ακανθώδες ερώτημα, αυτό της προέλευσης και γέννησης του χριστιανικού Μοναχι­σμού. Ποια, λοιπόν, η προέλευσίς του; Γεννήθηκεν αυτός εντός του Χριστιανι­σμού, μεν, βέβαια, αλλά προήλθεν και εκ του Χριστιανισμού; Ή, μήπως, όπως υποστήριξαν κάποιοι έχει προέλευσιν μη Χριστιανικήν, αλλά ανατολίτικην, μήπως δηλαδή προέρχεται από ανατολικές θρησκείες (Βραχμανισμός, Βουδδισμός κλ.π); Το κύριον επιχείρημα των υποστηρικτών της εξωχριστιανικής προέλευσης του χριστιανικού Μοναχι­σμού είναι η διαπίστωσις άφ΄ ενός της ιστορικής προϋπάρξεως διαφόρων μορφών μοναχισμού, χρονολογικώς δηλαδή προ του Χριστιανικού καθώς και, άφ’ ετέρου η διαπίστωσις διαφό­ρων, εξωτερικών ομοιοτήτων ανάμεσα σ’ αυτούς τους προχριστιανικούς μονα­χισμούς και στο Χριστιανικόν τοιούτον.
Διαλεκτικώς βέβαια ενεφανίσθη και ανεπτύχθη ο χριστιανικός Μοναχισμός και ως αντίδρασις σε οθνείες αρνητικές ασκητικές αντιλήψεις περί ζωής και έπρεπε να δειχθή ότι ο Χριστιανισμός έχει προτάσεις έπ’ αυτών των ζητημά­των της ορθής σχέσεως δηλαδή του πνευματικού ανθρώπου προς την ύλην, και ένα αντίστοιχον τρόπον χριστια­νικής ζωής λιτότητος και ασκήσεως παθοκτόνου έναντι των σωματοκτόνων αντιλήψεων και πρακτικών διαφόρων τοτεινών θρησκειών και αιρέσεων (Γνωστικισμού, αργότερον Μανιχαϊσμού, κλ.π), που θεωρούσαν κακόν ό,τι σωματικόν και υλικόν.
Και πρώτον το επιχείρημα: ότι "ο Χριστιανικός Μοναχισμός είναι μεταγε­νέστερος των ανατολικών άρα προέρχε­ται απ’ αυτούς", αποτελεί σόφισμα διότι το χρονικώς ύστερον τινός δεν σημαίνει κατά λογικήν αναγκαιότητα ότι αποτελεί το αποτέλεσμα, δηλαδή το αιτιατόν αυτού του "τινός", σαν της αιτίας. Όπως ούτε το χρονικώς πρότερον αποδεικνύει ότι μόνον και μόνο γι’ αυτό, το πρότερον είναι και η αιτία του· ύστερον, εάν δεν αποδειχθή και η μετα­ξύ τους αιτιώδης σχέσις. Η απόδειξις της τυχόν υφισταμένης αιτιώδους σχέσεως πρέπει να γίνη οπωσδήποτε διότι, δεν είναι αυτονόητη. Είναι συγκεκριμένα αυτό που πρέπει να αποδείξουν οι υποστηριχτές της θεωρίας αυτής: είναι το "τούθ όπερ έδει δείξαι". Εδώ δηλαδή πρόκειται για το γνωστόν εκ της λογικής σόφισμα: ύστερα απ’ αυτό, άρα και εξαιτίας αυτού.
Βέβαια όσοι υποστηρίζουν ότι ο Χριστιανικός Μοναχισμός προέρχεται από ανατολίτικους εξωχριστιανικούς Μοναχισμούς, δεν περιορίζονται στο ανωτέρω σόφισμα: προσπαθούν να γίνουν πιο συγκεκριμένοι και άρα και πιο πιστευτοί. Παρατηρούν, λοιπόν, ωρισμένες ομοιότητες του Χριστιανικού Μοναχισμού προς τους ανατολικούς εξωχριστιανικούς τοιούτους. Άλλ’ οι ομοιότητες αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι οι Μοναχισμοί εν γένει αντλούν στοιχεία ο καθένας εκ της θρησκείας του και όπως ακριβώς στις λατρείες των θρησκειών αυτών υπάρχουν οπωσδήποτε και εξωτερικά κοινά σημεία, γνωρίσματα, εξωτερικές ομοιότητες μεταξύ τους, θα υπάρχουν αυτά και στους αντίστοιχους Μοναχι­σμούς των θρησκειών αυτών. Άλλη εξήγησις για τις εξωτερικές ομοιότητες των Μοναχισμών είναι το θρησκεύον υποκείμενον, το άτομον. Τα θρησκευ­τικά δηλαδή βιώματα μπορούν να συγγενεύουν στα θρησκεύοντα υποκείμενα. Οι θρησκεύουσες ψυχές συγγε­νεύουν η μία με την άλλην και έτσι εξηγούνται βιώματα και εκδηλώσεις και ροπές που μπορεί να ομοιάζουν εξωτερικώς στους διάφορους Μοναχισμούς, κι ας μη έχη προέλθη ο ένας Μοναχι­σμός από τον άλλον.
Έτσι μπορούν να εξηγηθούν και οι εξωτερικές ομοιότητες (νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές κλ.π) ανάμεσα στο χριστιανικό και στους ανατολικούς Μοναχισμούς, χωρίς καν να τεθή θέμα προέλευσης του χριστιανικού απ’ τους εξωχριστιανικούς Μοναχισμούς. Και σαν μόνη πιθανή εξήγησις της προέλευ­σης του χριστιανικού Μοναχισμού παραμένει η προέλευσίς του απ’ αυτόν τον ίδιον το Χριστιανισμό. Δεχόμεθα λοιπόν, ότι ο χριστιανικός μοναχισμός έχει επί πλέον και ενδοχριστιανικήν προέλευσιν. Αλλά πως; Ας ίδωμεν αυτό το "πως" της χριστιανικής προέλευσης του Μοναχισμού μας.
Αγαπητοί μου, η χριστιανική ζωή στην οποίαν εκάλεσεν τους ανθρώπους ο Χριστός και τους καλεί με το Ευαγγέλιόν του, δεν είναι μονοβάθμιος. Έχει πολλές βαθμίδες τελειότητος. Ο Χριστός καλεί μεν όλους προς σωτη­ρίαν, αλλά κάποιους, που έχουν τις προϋποθέσεις, τους καλεί σε μίαν ζωήν τελείαν, άλλους σε μίαν τελειοτέραν και ούτω καθ’ εξής. Έτσι π.χ. στο νεαρόν πλούσιον της γνωστής περικοπής του πρότεινε μίαν όχι συνηθισμένην ανθρωπίνως ζωήν: Αν θέλης, του είπεν, να γίνης τέλειος πούλησε τα υπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στους πτωχούς και μετά αμέσως έλα να με ακολουθήσης.
Ο Χριστός, αδελφοί μου, πιο συγκε­κριμένα, έδωσε δύο βασικές εντολές στους ανθρώπους: αγάπην προς το Θεόν, και αγάπην προς τον άνθρωπον. Όλοι οι άνθρωποι δεν ανταποκρίθηκαν κι όσοι ανταποκρίθηκαν, δεν ανταπο­κρίθηκαν με τον ίδιον τρόπον και στον ίδιον βαθμόν. Όσοι χριστιανοί ήθελαν να ζήσουν μίαν τελείαν ή τελειότερην χριστιανικήν ζωήν, όσοι δηλαδή ήσαν εραστές της χριστιανικής τελειότητος και ήθελαν να εφαρμόζουν όσον το δυνατόν τελειότερα και πάνω από το κοινό μέτρο τις δύο αυτές εντολές της αγάπης προς τον Θεόν και τον άνθρω­πον και είχαν τέτοιαν έφεσιν και πόθον, ήσαν αυτοί που αργότερον θα ονομασθούν μοναχοί.
Άλλ’ εις το σημείον αυτό ίσως ανα­φώνηση κάποιος, ίσως πει κανείς: μα, εδώ, αγαπητέ μου, θίγονται, σοβαρότα­τα πράγματα, θίγεται η ουσία τού Χριστιανισμού, τρίζουν τα θεμέλιά του: Εμείς ξέρομεν ότι το Ευαγγέλιον είναι ένα και είναι ένα για όλους. Πως, λοιπόν, εσείς εισάγετε διακρίσεις τελεί­ων και μη, Χριστιανών; Το Ευαγγέλιο δεν είναι, λοιπόν, ένα και μάλιστα το ίδιο υποχρεωτικό για όλους, τελείους και μη; Αλλά και όσοι κατηγοριοποιούν τους πιστούς, δεν εισάγουν την άποψιν για ένα ελιτίστικο χριστιανισμό; Μίαν ελίτ, μίαν αφρόκρεμαν πιστών που να δεσπόζη και να κυριαρχεί στην χριστιανικήν κοινωνίαν; Απαντώμεν: Για την απλήν και κοινήν σωτηρίαν των ανθρώ­πων αρκεί μεταξύ άλλων και η τήρησις των εντολών που είναι κοινές για όλους: αγάπη προς Θεόν, αγάπη προς άνθρωπον. Άλλ’ αυτές τις εντολές μπορείς να τις τηρήσης με μικρότερη ή μεγαλύτερη προθυμίαν με περισσότε­ρον ή λιγότερον ζήλον, σε τελειότερον ή μη βαθμόν. Αυτό δηλαδή δεν σημαίνει ότι αλλάζει η εντολή. Κάθε άλλο. Αντιθέτως η εφαρμογή της είναι υποχρεωτική για όλους. Ποικίλλει όμως η ζέσις, η προθυμία, ο ενθουσιασμός κατά την εκτέλεσίν της, κι αυτό για το Θεό μετράει ιδιαίτερα. Η βαθμίδα τελειότητος συνάγεται από ψυχικούς, ηθικούς, συναισθηματικούς, πνευματικούς παράγοντες, που όταν συντρέχουν, κατατάσσουν σε ανώτερα ή κατωτέρα βαθμίδα τον πιστόν. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για άλλο Ευαγγέλιον που δήθεν καλούνται να εφαρμόσουν οι μοναχοί, αλλά για το μέτρον και ποσόν ζέσης ψυχής για τον ηθικόν ενθουσιασμόν κατά την εφαρμογή του κοινού δι’ όλους Ευαγγελίου. Επομένως, ο ίδιος ο Χριστιανισμός περιείχεν τα σπέρματα μιας ανώτερης χριστιανικής ζωής, της μοναχικής, και να γιατί υποστηρίζομεν ότι εξ αυτού τού Χριστιανισμού ήταν δυνατόν να έχει προέλθη και ότι, επομέ­νως, όπως θα δούμεν και εξ αυτού όντως προήλθεν ο Χριστιανικός Μονα­χισμός.
Στην αρχήν-αρχήν, αγαπητοί μου, ανάμεσα σ όλους τους πιστούς υπήρχαν διάχυτα κι εκείνοι που ποθούσαν τη χριστιανικήν τελειότητα, χωρίς να έχουν κανένα εξωτερικό γνώρισμα, κανένα δείγμα, κανένα σημείον αναγνώρισης. Απλώς, μόνον ο τρόπος ζωής τους διέφερεν. Κρυφά στο σπίτι τους έκαναν περισσότερες προσευχές, αγρυπνίες, μετάνοιες, νηστείες, ελεημοσύνες, είχαν την τάσιν να μένουν άγαμοι για να είναι ελεύθεροι από οικογενειακές υποχρεώσεις και για να είναι αφοσιωμένοι στον Κύριον, καθώς και την κλίσιν προς την ακτημοσύνην για να βοηθούν τους πάσχοντες. Γενικότερον είχαν μεν ένα ιδιαίτερον τρόπον ζωής, χωρίς όμως διακριτικά εξωτερικά σημάδια. Και ζούσαν τότε ακόμη στις πόλεις. Στον άγιο Αντώνιον κυρίως ανήκει η πρωτο­βουλία ότι ανεχώρησεν από την πόλιν, δια να εγκατασταθή στην έρημον. Και τον μιμήθηκαν και πολλοί άλλοι (πάνω από 20.000 άτομα), οι οποίοι επίσης ανεχώρησαν απ’ τις πόλεις για την έρημον, ώστε δημιουργήθηκεν τότε ένα κοινωνικό, θα λέγαμε, φαινόμενον, να φεύγουν, να αναχωρούν πολλοί για την έρημον: Γι’ αυτό τους ονόμασαν αναχωρητές και το φαινόμενον αυτό που πήρε κοινωνικές διαστάσεις, ονομάστηκεν: αναχωρητισμός. Οι μέχρις τότε, λοιπόν, απλοί εραστές της χριστιανικής τελειότητος, από ένα χρονικόν σημείον και μετά, έπαυσαν να ζουν στην πόλιν και έγιναν τούταυτό πολίτες της ερήμου, αναχωρητές, ερημίτες.
Αλλ’ αγαπητοί μου, οι εχθροί του μοναχισμού μετά την αποτυχίαν τους να ενσπείρουν αμφιβολίες σχετικά με την προέλευσίν του, και για να κλονίσουν τον θεσμόν επιστρατεύουν επιχειρήμα­τα απαξιωτικά για τον Μοναχισμόν, που θα πρέπη να τα δούμε ένα-ένα:
1ον Η υποχρεωτική αγαμία και η παρθενία που επιβάλλει ο Μοναχισμός, από κάποιους κρίνεται ως κάτι το αδύνατον ως κάτι το ανέφικτο είτε και λίαν βλαπτικόν για την υγείαν και καταστρεπτικόν για την ισορροπίαν του ατόμου. Άλλ’ αυτά τα δύο λογικώς αντιφάσκουν μεταξύ τους. Ο λέγων δηλαδή ότι η παρθενία είναι ανέφικτη και ταυτόχρονα διαβεβαιώνων ότι "είναι ανέφικτη, διότι είναι άκρως βλαπτική και ζημιογόνος για την ψυχοσωματικήν ύγείαν" αυτός αντιφάσκει: Διότι, έφ’ όσον η παρθενία είναι αδύνα­τη, άρα δεν είναι δυνατόν επί ανέφικτου παρθενίας να διαπιστωθούν περιπτώ­σεις βλαπτικής παρθενίας. Άρα οι διαπιστωθείσες περιπτώσεις βλάβης της υγείας δεν έγιναν επί εδάφους της παρθενίας, αφού αυτή είναι αδύνατη, ανέφικτη. Αυτά για τους αρνητικώς εξετάζοντες το θέμα. Αλλ’ υπάρχουν και οι θετικώς αμφιβάλλοντες και λέγοντες: Και προς τι η παρθενία. Ποια η ωφέλειά της; Και δεν αποτελεί, λοιπόν, σκέτην ματαιοπονίαν; Έχομεν που έχομεν δυσκολίες και προβλήματα στη ζωήν. Να προσθέσωμεν ένα τόσον μεγάλο ακόμα βάρος και άχθος και άγχος; Προς τι λοιπόν;
Αλλά όταν αποκλείσης απ’ τον εαυτόν σου τις σαρκικές απολαύσεις και εφάμαρτες ηδονές κι είσαι απόλυτος σ’ αυτό, όταν δεν λες και στον σκύλο καλησπέρα και στην γάτα μπον σουάρ, όταν δηλαδή έχεις ξεκαθαρίσει τα πράγ­ματα, τότε μόνον και είναι δυνατή η παρθενία, τότε και δεν είναι βλαπτική. Όταν όμως αλλοιθωρίζης και το ένα βλέμμα σου είναι στραμμένο στον Ουρανόν, στον ουράνιο Νυμφίον ενώ το άλλο σου ψάχνει για καλλίγραμμες καλλονές και για πρόσωπα Αφροδίτης, τότε και αδύνατη είναι η παρθενία και αυτό που πετυχαίνεις δεν είναι παρθε­νία, και άκρως βλαπτική στην ψυχοσωματικήν σου ισορροπίαν είναι αυτή η "παρθενία" σου, η εντός εισαγωγικών παρθενία.
2ον σημείον της κριτικής που γίνε­ται στο Μοναχισμόν:
Να λοιπόν και κάτι αναμφισβήτητα πανθομολογούμενον καλόν που έχει ο Μοναχισμός: την υποχρεωτική ακτημοσύνη. Αυτήν όλοι την επαινούν, αλλά με μίαν διαφοράν. Συχνά είμαστε υπέρ της ακτημοσύνης, αλλά υπέρ της ακτημοσύνης των άλλων, των Μοναχών. Όταν πρόκειται να δώσουμεν κάτι ή πολλώ μάλλον να μοιρασθούμε αγαθά με κάποιον άλλον, τότε ξεχνάμε τα πάντα και συνοφρυωνόμαστε. Για να καταλάβουμε καλύτερα τι συμβαίνει γύρω απ’ το θέμα αυτό σάς αναφέρω το εξής περιστατικόν. Κάποιος φίλος με αριστερά φρονήματα επαινούσε ένα Χριστιανόν της παρέας. Ο τελευταίος αυτός πέρναγε δύσκολες ψυχολογικές καταστάσεις και ιδιαίτερα είχε έντονην την εξής τάσιν: Τον βασάνιζαν σκέψεις πως τάχα σαν Χριστιανός που ήταν δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιή για τον εαυτόν του το μισθόν του, άλλ’ ότι θα πρέπη όπως τον εισπράττει να τον δίνη ολόκληρον στους φτωχούς, χωρίς να κρατάη τίποτε για τον εαυτόν του και χωρίς, σημειωτέον, να έχη αλλά έσοδα από κάπου αλλού. Είχε φθάσει έτσι στο έσχατο όριο της ένδειας, χωρίς να μπορή φυσικά να άνταποκρίνεται αξιοπρεπώς ούτε στις κοινωνικές του υποχρεώσεις ούτε στο γραφείο όπου εργαζόταν. Προφανώς είχεν παρεξηγήσει τα πράγματα και το νόημα του Χριστιανισμού. Και ο πλανών διάβολος που τον ταλαιπωρούσεν έτσι αφάνταστα, του πέρασεν και τις εξής σκέψεις: ότι ο ίδιος ο φίλος μας είναι αυτή αύτη η θεία Πρόνοια που πρέπει να φροντίζη για τους πτωχούς, για τους άλλους. Σκέψεις βέβαια βλάσφημες. Εν πάση περιπτώσει ο αριστερός φίλος σε κουβέντα που έγινεν στην παρέα, όπως είπαμεν, τον επαινούσε γι αυτήν την ακτημοσύνην: “αυτό είναι Χριστιανισμός”, έλεγεν, “έτσι πρέπει να είναι οι Χριστιανοί. Αυτήν την ακτημοσύνην, μάλιστα, την παραδέχομαι κι εγώ”.
Ο Χριστιανός, λοιπόν, στην προκειμένην περίπτωσιν εξ αιτίας μίας ψυχολογικής ταλαιπωρίας ή κρίσης ή έστω ασθένειας τι είχεν κάνει; Έθεσεν σε εφαρμογήν όλην την ιδεολογίαν του αριστερισμού που κηρύσσουν και ονειρεύονται οι αριστεροί, χωρίς μάλι­στα σταγόνα αίματος και την εφήρμοσεν στο ακέραιον.
Άλλο, τώρα, είναι το ζήτημα γιατί δεν έκανε σωστά ο χριστιανός μας αυτός. Διότι χωρίς να είναι ασκητής ζων εις τας ερήμους, εφήρμοσεν ηθικήν ερημίτου, ενώ ό ίδιος ζούσεν στην κοινωνίαν, στην πόλιν, με υποχρεώσεις επαγγελματικές, και κοινωνικές ανειλημμένες διότι βέβαια δεν ήταν δυνατόν να πηγαίνη στο γραφείον του ατημέλητος, παραμελημένος, φορώντας τα πιο ταλαιπωρημένα ρούχα κλπ.
Το πράγμα όμως έχει και συνέχειαν. Ήλθεν η στιγμή στην παρέα προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι ανάγκες ενός άλλου οικογενειάρχου άνεργου κλ.π., να χρειασθή να δώση ο καθένας ό,τι μπορούσε και δεν μπορούσε. Κι όταν στην ίδιαν παρέα παρακίνησαν και τον αριστερόν να βοηθήση κι αυτός με λίγα χρήματα που σημειωτέον και τα είχεν και που διαπιστωμένα του περίσ­σευαν, άρχισε τότε αυτός να γίνεται λαύρος κατά του χριστιανισμού, κατά της ίδιας της ελεημοσύνης, κατά της φιλανθρωπίας, με κυριώτερον επιχείρη­μα το εξής: Πρέπει να αφήσουμεν, είπεν, τους φτωχούς να πεθαίνουν της πείνας, για να τους αναγκάσωμεν μια μέρα να σηκώσουν κεφάλι, να πάρουν τα όπλα και να επαναστατήσουν κατά της πλουτοκρατίας, που τους ρουφάει το αίμα. Με το να δίνης λοιπόν ελεημο­σύνην, τους γλυκαίνεις τις πληγές και τους κάνεις να αναβάλλουν την επανάστασιν, να αναβάλλουν να σηκώσουν κεφάλι. Αυτά περί φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης εκ μέρους ενός που έχει για σημαίαν του την ακτημοσύνην δηλαδή την κοινοκτημοσύνην, που όταν τη βλέπει να εφαρμόζεται στο Χριστια­νισμό, μη μπορώντας να πη τίποτε άλλο την επαινεί, έφ’ όσον όμως εφαρμόζουν ακτημοσύνην οι άλλοι. Ο ίδιος ούτε δεκάρα δεν δίνει για ελεημοσύνην, μπας και αν δώση, ξεγελασθούν οι πτωχοί και δεν επαναστατήσουν!!!
Εξ άλλου, πάλιν, άλλοι κατηγορούν τον Μοναχισμόν ότι υποτιμά τον παρά­γοντα ύλη και υλικά αγαθά χάριν τού πνεύματος, των πνευματικών αγαθών και της πνευματικής ζωής, που όλα τους είναι απροσδιόριστα, και νεφελώδη, να μια άλλη κατηγορία κατά του Μοναχι­σμού. Πρόκειται, αγαπητοί μου, για μίαν κατηγορίαν που την ίδιαν την εκτοξεύουν εν γένει και κατά του Χριστιανισμού αλλά και ειδικώτερα κατά τού χριστιανικού Μοναχισμού.
Βέβαια ο χριστιανικός Μοναχισμός θεωρεί τα πνευματικά ανώτερα των υλικών όχι γιατί αυτά δεν είναι υλικά, αλλά γιατί η πνευματική είναι η πρώτη δημιουργία του Θεού. Πνευματικόν εξ άλλου θεωρεί και το κακόν και το αντιμάχεται ως μη προερχόμενον από το Θεόν. Ότι όμως δια λόγους αρχών ο χριστιανικός Μοναχισμός δεν καταδι­κάζει την ύλην και τα υλικά αγαθά, φαίνεται και από τα εξής: α) την αντίληψιν ότι η ύλη καθ’ ο ύλη είναι τι κακόν, την θεωρεί δεινήν αίρεσιν. β) Δέχεται επίσης ότι τον υλικόν κόσμον τον εδημιούργησεν ο αγαθός Θεός και γι’ αυτό ότι η υλική κτίσις εδημιουργήθη αγαθή. Η ύλη, λοιπόν, δεν είναι κάτι κακόν καθ’ εαυτήν γ) Δέχεται ακόμη ότι το β πρόσωπον της αγίας Τριάδος, ο Υιός και Λόγος του Θεού προσέλαβεν ανθρώπινην φύσιν και άρα και υλικόν σώμα και έγινε άνθρωπος. Άρα η ύλη δεν μπορεί να είναι κάτι κακόν. δ) Ο ίδιος ο άνθρωπος, εξ άλλου, είναι δισύνθετος: σύγκειται εκ πνεύματος, δηλαδή πνευματικής ψυχής και ύλης δηλαδή σώματος υλικού.
Ο Θεός έθεσεν τον άνθρωπον εις το υλικό Σύμπαν ως φύλακα και εργαζό­μενον χρησιμοποιούντα την ύλην με μέτρον και λιτότητα. Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί την ύλην, δεν πρέπει να έχει η ύλη υποχείριον τον άνθρωπον. Ο άνθρωπος πρέπει να υποτάσση την ύλην και να τη χρησιμοποιή ως εργαλείον δια το καλόν. Είναι βέβαια δυνατόν δυστυχώς η ύλη να χρησιμοποιείται και δια το κακόν. Ο άνθρωπος όμως σε σχέση με το πνευματικόν του μέρος πρέπει να χρησιμοποιεί την ύλην κατά των παθών κι όχι ως εργαλείον προα­γωγής των, άλλ ούτε και κατά της ακεραιότητος τού σώματός του πρέπει να αποτολμά ο,τιδήποτε ο άνθρωπος κατ’ αρχήν. Η ύλη δηλαδή πρέπει να γίνεται παθοκτόνος, όχι σωματοκτόνος και να υποτάσσεται στον άνθρωπον. Μ’ αυτές τις αντιλήψεις για την σχέσιν ύλης και πνεύματος προχωρώντας ο χριστια­νικός Μοναχισμός είναι ποτέ δυνατόν να φέρη σε σύγκρουσιν την ύλην καθ’ έαυτήν και το Πνεύμα καθ’ αυτό; ή να υποβαθμίση και υποτιμήση την ύλην; Κάθε άλλο φυσικά.
Άλλ’ η πιο αληθοφανής όχι αληθής, αλλά αληθοφανής κατηγορία που φέρνουν κατά τού Μοναχισμού είναι ότι τάχα αυτός είναι αντικοινωνικός. Οι Μοναχοί απομακρύνονται απ’ τις πόλεις, ζουν απομονωμένοι μακράν των κοινωνιών σαν όντα μη κοινωνικά και τουταυτό αντικοινωνικά. Είναι αδιάφοροι ή εχθρικοί στα διαδραματιζόμενα στην κοινωνίαν των ανθρώπων. Έχουν αλλά ενδιαφέροντα, είναι εσωστρεφείς, στοχεύουν αποκλειστικά στη σωτηρίαν της ψυχής τους και αδιαφορούν για τα τεκταινόμενα στις πόλεις, και στους άλλους ανθρώπους. Υψώνουν τείχος ανάμεσά τους και στον συνάνθρωπον. Κόβουν τις γέφυρες επικοινωνίας με το περιβάλλον. Αποκόβονται, αποκόπτονται, αποσχίζονται απ’ το περιβάλλον, έτσι ώστε έφθασαν κάποιοι να χαρα­κτηρίσουν το Μοναχισμόν ως την ειδική εκείνη θρησκευτική σχιζοφρένεια που φυτρώνει σε κάθε θρησκεία. Η απάντησις βέβαια σε μίαν τέτοιαν κατηγορίαν θα απαιτούσε σειράν διαλέξεων αφιερωμένων ειδικά στο θέμα αυτό. Για να δούμε όμως τα πράγματα από κοντά. Είναι λοιπόν αντικοινωνικός ο Μοναχι­σμός μας; Αλλά τι σημαίνει να είναι κάποιος κοινωνικός και τι είναι η κοινωνικότης;
Στην εποχή μας χρησιμοποιείται η λέξις έτσι ώστε όντως δίνει λαβήν προς σύγχυσιν και παρεξήγησιν. Έτσι π.χ. στις εφημερίδες συναντάμε και στήλες της κοινωνικής όπως γράφουν ζωής , αντί να γράψουν της κοσμικής ζωής. Π.χ. ο κ. υπουργός εδεξιώθη τον κ. πρέσβυν, τον κ. πρωθυπουργόν κλ.π. Η κ. πρωθυπουργού φόραγε μία ρόμπα έτσι κι έτσι και μαργαριταρένιο περιδέραιον και ... ούτω καθ’ εξής. Κι αυτά όλα τα ονομάζουν κοινωνικές εκδηλώ­σεις και κοινωνικήν ζωήν, ενώ απλώς πρόκειται για κοσμική ζωή.
Σε τέτοιες κοσμικές εκδηλώσεις φυσικά και δεν συμμετέχει ο Μοναχός. Συμμετέχει όμως σε γνήσια κοινωνικές τοιαύτες. Κοινωνικές δε δραστηριότη­τες και κοινωνία είναι βέβαια η επικοι­νωνία με τον άλλον, με τον πόνον και τα ακανθώδη προβλήματά του. Μ’ αλλά λόγια η έμπρακτη αγάπη στον συνάν­θρωπον είναι η γνήσια κοινωνικότητα. Και σ’αυτήν την κοινωνικότητα ο Μονα­χισμός πλειοδοτεί, είναι γεμάτος σ’ όλην την ιστορίαν του από θαυμαστές δρα­στηριότητες κοινωνικές, από έργα αγά­πης.
Να αναφέρουμε έργα επί μέρους μοναχών, όπως και κατορθώματα κοινωνικής πρόνοιας που ασκούσεν ο Μοναχισμός σε μίαν εποχήν, καθ’ ην το Κράτος Πρόνοιας ήταν ανύπαρκτον; 
Θα αναφέρουμε ελάχιστα παρα­δείγματα, που δίνουν το γενικόν, το όλον πνεύμα της μοναχικής κοινωνικής αλληλεγγύης:
Πρώτον: 
Κάποιος μοναχός έφυγε απ’ το μοναστήρι στην πόλιν για δουλειές του μοναστηριού. Στην πόλη. λοιπόν, συνά­ντησε μεγάλην δυστυχίαν, ώστε αναγκάσθηκε να δώση και τα ρούχα του σε πτωχούς και τώρα γύριζε γυμνός στο μοναστήρι του. Κι όταν οι αδελφοί- μοναχοί τον έβλεπαν να πλησιάζη βγή­καν για να δουν τι του συνέβη και γύρι­ζε γυμνός, ρωτώντας τον αν έπεσε στα χέρια ληστών. Κι εκείνος κρατώντας το Ευαγγέλιον τους το έδειχνε λέγοντάς : Αυτός με εγύμνωσεν, αυτός με ελήστευσεν, θέλοντας βέβαια να επισημάνη ότι όποιος θέλει να εφαρμόζη το Ευαγγέλιον, θα ευρεθή ακόμη και γυμνός, σαν να τον έχη ληστέψη το ίδιον το Ευαγγέλιον, σαν να είναι το Ευαγγέ­λιον ληστής ο φιλανθρωπότατος.
Δεύτερον: 
Άλλος μοναχός, ένοιωθε να τον φλέγη η αγάπη για τον συνάνθρωπον, τόσον πολύ ώστε έλεγε. Θα ήθελα να συναντούσα ένα λεπρόν με σαπισμένο πρόσωπο, χέρια, σώμα και πόδια, και να του έδινα αν ήταν δυνατόν το δικό μου σώμα και να έπαιρνα το δικό του σάπιο σώμα.
Τρίτον: 
Τρίτος μοναχός έλεγεν: "Θες άνθρω­πέ μου να αντικρύσης τον ίδιον το Θεόν; Ε, λοιπόν: Δες τον πλησίον σου! Είδες τον συνάνθρωπόν σου; Είδες το Θεόν σου". Τέτοιαν αγάπην τρέφει ο Μοναχι­σμός για τον συνάνθρωπον: όταν βλέπης τον αάδελφόν σου, είναι σαν να βλέπης τον ίδιον τον Θεόν σου. Και μάλιστα όποιος τυχόν δεν μπορέσει να διακρίνη στο πρόσωπον του συνανθρώ­που του το Θεόν, δεν πρόκειται ποτέ άλλοτε να δη πρόσωπον Θεού.
Ερωτώ, λοιπόν, είναι ποτέ δυνατόν ο Μοναχισμός που έχει αυτές τις αντιλήψεις για τον συνάνθρωπόν μας, είναι λοιπόν, ποτέ δυνατόν να είναι αντικοινωνικός;
Όταν βέβαια θεωρούμεν κοινωνικό­τητα την κοσμικότητα τα πολύτιμα υφάσματα και τα φορέματα, και τα περιδέραια και τα δακτυλίδια κλ.π. της κυρίας τάδε, τότε βέβαια ο μοναχισμός είναι αντικοινωνικός. Όταν όμως κοινωνικότητα θεωρήσωμεν την αγάπην προς τον πάσχοντα, πεινώντα, γυμνητεύοντα, ασθενούντα, φυλακισμένο τότε όχι, ο μοναχισμός είναι ο κοινω­νικός και οι άλλες κοσμικότητες είναι τουλάχιστον αντικοινωνικότατες.
Για να καταλάβουμε καλλίτερα πως ο μοναχός μπορεί να βρίσκεται σωμα­τικά μακρυά από την πόλιν κι όμως να είναι περισσότερον κοντά της απ’ ό,τι ένας άλλος που βρίσκεται μεν στην πόλιν όμως δεν επικοινωνεί συναισθη­ματικά με το περιβάλλον του, θα φέρωμεν το εξής παράδειγμα:
Ας υποθέσωμεν ότι ένας άνθρωπος προβληματισμένος, φορτισμένος ψυχο­λογικά βρίσκεται σε ένα συλλαλητήριο και μάλιστα στριμωγμένος χωρίς ο ίδιος να ενδιαφέρεται γι αυτό, χωρίς να συμμετέχη συναισθηματικά, ηθικά, ψυχικά, πνευματικά. Ερωτώ: Είναι, λοιπόν, αυτός παρών στο συλλαλητή­ριο; Αντίθετα: ένας εξόριστος σε μακρυνόν ξερονήσι, που ξέρει ότι τη μέρα και ώραν εκείνη γίνεται στην πόλη συλλαλητήριον, υπέρ των αρχών της ιδεολογίας, για την οποίαν ο ίδιος είναι εξόριστος, δεν νοιώθει ενωμένος πνευ­ματικά, εγγύς συναισθηματικά, συγγε­νής ηθικά με τους διαδηλωτές, κι ας είναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά τους; Δεν είναι ο τόπος που παίζει πάντα πρωτεύοντα ρόλον είναι ο τρόπος. "Ουχ ο τόπος, άλλ’ ο τρόπος", λέγουν οι σοφοί πατέρες. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερον προκειμένου για το μοναχόν, ο οποίος μπορεί να προσεύχε­ται σε μια χαραμάδα της γης ή σε σπηλιά υπέρ της ειρήνης του κόσμου, υπέρ της ευημερίας της κοινωνίας, υπέρ της υγείας των μακρυνών συνανθρώπων του κλ.π. Είναι αυτός μακρυά απ’ την κοινωνίαν; Δεν επικοινωνεί πνευματικά, ηθικά, ψυχολογικά, συναισθηματικά με την πόλιν; Όπως και μπορείς να είσαι μόνος ενώ συνωστίζεσαι σ’ ένα συλλα­λητήριον, έτσι μπορείς να είσαι ενωμένος, μαζύ, να συναποτελής ένα σώμα όντας χιλιόμετρα μακρυά, διότι ισχύει η αρχή "ουχ ο τόπος, άλλ' ο τρόπος".
Μία τελευταία κατηγορία κατά του Μοναχισμού: είναι σκοταδισμός και αγραμματωσύνη. Είναι μεσαιωνισμός εξ ορισμού του. Πόσον όμως άδικον έχουν όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιον!
Διότι ο Μοναχισμός μέσα στην ιστορίαν δεν υπήρξεν μόνον σπουδαίος θεσμός της Εκκλησίας, αλλά και σπου­δαίος παράγοντας του Πολιτισμού και, θα λέγαμε, θεσμός του Πολιτισμού εκ των σπουδαιοτέρων. Μπορούμε ποτέ να παρίδωμεν, να παρατρέξωμεν το γεγονός ότι στις βιβλιοθήκες των Μοναστηριών ήταν που διασώθηκεν όλος ο αρχαίος πολιτισμός ή μάλλον όλοι οι αρχαίοι πολιτισμοί; Μοναχοί συνέλε­γαν, συντηρούσαν, μελετούσαν, αντέ­γραφαν τα χειρόγραφα και τα διάσωζαν έτσι στους επόμενους αιώνες για τις επόμενες γενεές. Χιλιάδες επιστημο­νικές μελέτες έχουν γραφή και αφιερωθή στο θέμα αυτό. Και στις βιβλιοθήκες των αιωνόβιων μοναστηριών είναι που κατέφευγαν νεαροί σπουδαστές και επιστήμονες για να αντλήσουν από την σοφίαν που έκρυβαν αυτές μέσα τους.
Στα μοναστήρια επίσης λειτούργη­σαν σχολές για την μόρφωσιν της νεο­λαίας και την ανάπτυξιν των επιστημών. Αλλά και όταν αργότερα εμφανί­στηκαν τα πρώτα Ευρωπαϊκά Πανεπι­στήμια, πρέπει να ξέρωμεν ότι οι χρι­στιανικές μονές ήσαν, που τα ίδρυσαν το ένα μετά το άλλο, στις διάφορες πόλεις της δυτικής Ευρώπης, όπου τα Πανεπιστήμια αυτά φύτρωναν με πρωτοβουλία των μοναχών σαν μανιτά­ρια. Είναι, λοιπόν, πέραν πάσης περι­γραφής και υπεράνω παντός υπολογισμού το τι οφείλει η Ανθρωπότης και ο Πολιτισμός εις το Μοναχισμόν. Αποτελεί επομένως, τουλάχιστον δείγμα παχυλής άγνοιας ο ισχυρισμός ότι ο Μοναχισμός είναι σκοταδισμός και μεσαιωνισμός. Όχι· ο Μοναχισμός ήταν που εν μέσω φοβερών αλλαγών, κατα­στροφών, κοσμογονικών μεταβολών πολέμων, επιδρομών βαρβάρων, κοινω­νικών αναστατώσεων κλ.π., διετήρησεν ασβέστην τη δάδα του πολιτισμού. Θα ήτο και αχαριστία αλλά και νόθευσις και παραποίησις και παραχάραξις της ιστορίας να υποστηρίξη κανείς το αντίθετον.
Ιδού τι εργαλείον προόδου και Πολιτισμού προσέφερεν ο ίσως αγράμ­ματος εκείνος άγιος Αντώνιος όταν χω­ρίς ίσως να το συνειδητοποιήση πλήρως αυτό, πήρε την πρωτοβουλίαν για την αναχώρησιν των χριστιανών εραστών της χριστιανικής τελειότητος από τις πόλεις στην έρημον. Που να φαντασθή ο Μ. Αντώνιος τι θα προσέφερε μελλοντικώς στην Ιστορίαν και στον Πολιτι­σμόν αυτός ο Μοναχισμός, του οποίου εχάραξεν αυτός πρώτος την αρχήν της πορείας.
Εκεί, λοιπόν, στην Αίγυπτον πρωτοέγινεν η ζύμωσις για την αναχώρησιν χριστιανών προς την έρημον με επικεφαλής τον άγιον Αντώνιον.
Είχαν ήδη πεθάνει οι γονείς του. Και ο ίδιος μοίρασε την περιουσίαν του στους φτωχούς και ανεχώρησεν για την έρημον. Εκεί, ταλαιπωρήθηκε, βέβαια, κακοπάθησεν, αγωνίστηκε, πάλαιψεν σώμα με σώμα με τους δαίμονας, στέρριωσεν, όμως και η φήμη του διεδόθη παντού, άρχισαν δε να τον επισκέπτο­νται στην έρημο για να τον θαυμάσουν οι θαυμαστές του βίου του άπ’ όλα τα μέρη του κόσμου.
Με το να τον επισκέπτωνται όμως εφλέγοντο κι οι ίδιοι απ’ τον πόθο να μιμηθούν τον Αντώνιον και πολλοί ήσαν εκείνοι που με δάκρυα τον παρακαλούσαν να τους δεχθή σαν συμμοναστές του, σαν συναγωνιστές του. Και εκείνος τους εδέχετο κατά περίπτωσιν και εγ­καθίσταντο και εκείνοι στην έρημον και γέμισεν η έρημος από καλύβια ασκητών και μεταβλήθηκεν έτσι η έρημος σε πόλιν, και ο ερημίτης Αντώνιος σε πολιστήν της έρημου, και εξήνθισεν η έρη­μος και επήγασεν πνευματικόν ύδωρ ο ξηρός και στείρος βράχος της και έκτοτε η εμπειρία εκείνων των ασκητών και ερημιτών της έρημου, έγινε βάλσαμον για μας που ζώμεν μέχρι σήμερον στην ερημίαν όχι της ερήμου, αλλά των σημερινών πόλεων.
Σημειωτέον αγαπητοί μου, ότι ο Μέγας Αντώνιος σε μεγάλην ηλικίαν έμαθε ανάγνωσιν και γραφήν για να μπορή να μελετάη την αγίαν Γραφήν. Η δε φήμη του γέμισεν την Αίγυπτον και ξεχείλισεν και έφθασε μέχρι το Βυζά­ντιον και την Κωνσταντινούπολιν και μάλιστα μέχρι τα ανάκτορα του αυτοκράτορα, που τότε ήταν ο Μ. Κωνσταν­τίνος. Αυτός, λοιπόν, ο αυτοκράτορας ακούγοντας για την αγιότητα του Αν­τωνίου, ήθελε να συμβουλεύεται τον Αντώνιον για όλα τα κρίσιμα θέματα του Κράτους και αλληλογραφούσε μαζύ του. Όταν λοιπόν, έφθαναν στην έρημο και στο κελλί του αγίου οι ταχυδρο­μικές άμαξες του αυτοκράτορα με τα εκ μέρους του γράμματα, οι άλλοι μοναχοί απορούσαν και θαύμαζαν ότι ο ίδιος ο αυτοκράτωρ γράφει επιστολές στον άγιον. Κι ο Αντώνιος τους έλεγεν με ταπείνωσιν: "Μη θαυμάζετε που ο επίγειος βασιλεύς μας στέλνει γράμμα­τα. Να θαυμάζετε μάλλον, γιατί ο Βασιλιάς των ουρανών, ο Θεός, μας έχει στείλει το γράμμα του, δηλαδή, την αγίαν Γραφήν, που εμείς δυστυχώς το περιφρονούμεν και δεν το μελετούμεν".
Και επειδή τότε ήταν η εποχή που είχε ξεσπάσει σαν λαίλαπα, σαν καται­γίδα και σαν επιδημία η φοβερή αίρεσις του Αρείου στην Αίγυπτον και κατά διαστήματα ο ορθόδοξος επίσκοπος Αλεξανδρείας, ο Μέγας Αθανάσιος βρισκόταν σε διωγμόν, κατέφευγεν λοιπόν αυτός εις την έρημον, όπου ήταν ο Αντώνιος και οι ερημίτες του, και αυτοί έκρυβαν στην έρημον και προστάτευαν τον άγιον επίσκοπον Αλεξανδρείας, τον Μ. Αθανάσιον, ώσπου να περάσει ο θυμός του διωγ­μού. Κι όταν στους δρόμους της Αλεξάνδρειας έγινεν συλλαλητήριον των ορθοδόξων κατά των αιρετικών αρειανών, τότε οι ασκητές της ερήμου με επικεφαλής τον Αντώνιον άφησαν την έρημον και τα κελλιά των και διαδήλωσαν στο ορθόδοξον συλλαλητή­ριον κατά των οπαδών του αιρετικού Αρείου. Όταν δηλαδή η Ορθοδοξία βρισκόταν σε κίνδυνον, άφησαν την ησυχίαν και γαλήνην της ερήμου για να πάνε στην θορυβώδη και πολυτάραχη Αλεξάνδρεια, να διαδηλώσουν για την πίστη τους.
Και τελικά, η έρημος ενίκησεν την πόλιν, και τα παιδιά της ερήμου τους γυιούς των πόλεων. Ας αγωνιζόμεθα και σήμερα, αγαπητοί μου και ας εύχεσθε Σεβασμιώτατε η φωνή του ερημίτη άγιου Αντώνιου, του Μεγάλου, πατέρα του χριστιανικού Μοναχισμού και η κραυγή των κατοίκων της ερήμου να ακούγωνται ευκρινέστερον στην σημερινήν θορυβώδη ερημία των πόλεών μας.
 
Η ομιλία αυτή εξεφωνήθη στις 15.1.06 στην αίθουσα διαλέξεων της Ι. Μ. Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας με τίτλον: «Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας ως πατήρ του χριστιανικού Μοναχι­σμού», επί τη εγγιζούση μνήμη του αγίου.
 
 
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον       www.egolpion.com
16  ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ  2013



Read more: http://www.egolpion.com/megas_antonios.el.aspx#ixzz2lj6fJxXV

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου